Anthem Electronics STR D/A Ολοκληρωμένος Ενισχυτής [ Δοκιμή: Stereophile ]
![Anthem Electronics STR D/A Ολοκληρωμένος Ενισχυτής [ Δοκιμή: Stereophile ]](https://www.heavenaudio.gr/media/magefan_blog/anthem_str_blog_1.jpg)
Anthem Electronics STR D/A Ολοκληρωμένος Ενισχυτής
[ Απόδοση Δοκιμής από το περιοδικό Stereophile, Thomas J. Norton ]
Προσπεράστε τις πρώτες γραμμές αν διαπιστώσετε ότι τα έχω ξαναγράψει (…εντάξει, τα έχω!): Υπάρχουν πολλά να ειπωθούν για τους ολοκληρωμένους ενισχυτές. Ενώ οι ξεχωριστές μονάδες προενισχυτών και τελικών ενισχυτών ισχύος έχουν κυριαρχήσει εδώ και καιρό στο χώρο του high-end ήχου, ένας αυξανόμενος αριθμός ολοκληρωμένων δεν συνδυάζει απλά και μόνον έναν προενισχυτή με έναν τελικό στο ίδιο σασί, αλλά μερικές φορές ενσωματώνει και ψηφιακές πηγές και εισόδους διαφόρων τύπων, phono stages, ρυθμίσεις μπάσων και πρίμων (που για καιρό θεωρούνταν ξεπερασμένες στον audiophile εξοπλισμό) και άλλα καλούδια. Αυτό το "και άλλα" είναι που με ενδιαφέρει—συγκεκριμένα, η πρόσβαση και σε ισοστάθμιση (equalizer) που μπορεί, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, να αντισταθμίσει τα αναπόφευκτα προβλήματα που δημιουργεί κάθε χώρος ακρόασης οικιακού μεγέθους, ιδιαίτερα στην περιοχή κάτω από τα 300–500Hz. Ο επεξεργαστής ήχου surround Marantz AV8802A, που χρησιμοποιώ για μεγάλο μέρος της ακρόασής μου, συμπεριλαμβανομένων των καθηκόντων μου στο περιβάλλον δοκιμών οικιακού κινηματογράφου για το «αδελφάκι του Stereophile» περιοδικό Sound & Vision, περιλαμβάνει την εφαρμογή ισοστάθμισης Audyssey, αν και πια δεν τη χρησιμοποιώ. (Η έκδοση του Audyssey που είναι ενσωματωμένη στον AV8802A ισοσταθμίζει είτε όλο το ακουστικό φάσμα, είτε απομονώνεται ως ανενεργή· η έκδοση που χρησιμοποιείται στον αντικαταστάτη του, τον AV8805, είναι πιο ευέλικτη).
Όπως έχω αναφέρει επίσης αρκετές φορές, μια τυπική κριτική μπορεί να σας πει μόνο πώς ακούγεται -για παράδειγμα- το μπάσο ενός ηχείου στο δωμάτιο του αρθρογράφου, όχι στο δικό σας δωμάτιο. Ναι, μερικές φορές μπορείτε να μετακινήσετε τα ηχεία ή τις θέσεις ακρόασης και να έχετε καλύτερα αποτελέσματα—αλλά ο ήχος είναι πιθανό να παραμείνει συμβιβαστικός και δυστυχώς οι οικιακοί περιορισμοί συχνά μειώνουν τις επιλογές τοποθέτησης των ηχείων. Στο δικό μου δωμάτιο, εκτός από μικρές προσαρμογές, οι θέσεις των ηχείων και των καθισμάτων καθορίζονται από την ανάγκη τα ηχεία να πλαισιώνουν μια οθόνη τηλεόρασης για τη δουλειά μου και στο Sound & Vision (αν και η οθόνη αυτή μπορεί να μαζευτεί όταν ακούω μόνο μουσική). Σε ένα ηχητικό σύστημα λοιπόν, που έχει τοποθετηθεί σε χώρο με δεδομένους περιορισμούς, μπορούμε να κάνουμε ελάχιστα για την επίδραση του δωματίου στις χαμηλές συχνοτικές περιοχές. Η συχνότητα κάτω από την οποία η συμβολή του δωματίου κυριαρχεί στον ήχο, γνωστή ως συχνότητα Schroeder, ποικίλλει ανάλογα με τον χώρο. Εκτός αν το δωμάτιο ακροάσεων σας είναι σε μέγεθος αίθουσας χορού ή συναυλιακής σάλας, μεγάλο μέρος της ποιότητας όσων ακούτε κάτω από τα 200Hz θα αποτελεί ένα αποτέλεσμα συμβολής και του χώρου. Αυτό μπορεί να διορθωθεί με την ισοστάθμιση, αν και οι συνήθεις αντιρρήσεις στη χρήση EQ δεν μπορούν να αγνοηθούν εντελώς. Οι επιδράσεις του EQ είναι συνήθως ιδανικές μόνο για τη βασική-κεντρική θέση ακρόασης—και σε άλλα σημεία του δωματίου μπορεί να κάνουν τον ήχο ακόμα χειρότερο από ό,τι χωρίς ισοστάθμιση. Η εισαγωγή επιπλέον κυκλωμάτων σε έναν ολοκληρωμένο ενισχυτή ή ευρύτερα audio συσκευή μπορεί επίσης να επηρεάσει αρνητικά τον ήχο. Επιπροσθέτως, ορισμένα προβλήματα είναι πρακτικά αδύνατο να διορθωθούν— κάποιες πχ. «συχνοτικά μαύρες τρύπες» που το EQ δεν μπορεί να εξισορροπήσει (και πάλι αυτές αν είναι αρκετά ‘στενές’, μπορεί να είναι πρακτικά ανεπαίσθητες). Και ο μόνος πρακτικός τρόπος για την ισοστάθμιση που συζητάμε εδώ είναι μέσω ψηφιακής επεξεργασίας, κάτι που για πολλούς audiophiles συγκαταλέγεται ανάμεσα στα 'απαράδεκτα'.
Φυσικά, ένας καλά ισοσταθμισμένος ήχος που περιορίζεται σε ένα μόνο sweet spot δεν είναι πρόβλημα για κάποιον μοναχικό audiophile που κάθεται πάντα στην ίδια θέση ακρόασης! Και οι αντιρρήσεις για την πολυπλοκότητα των κυκλωμάτων θα είχαν βάση μόνο αν η οποιαδήποτε ηχητική υποβάθμιση υπερέβαινε τα οφέλη. Το γεγονός ότι αυτός ο τύπος EQ απαιτεί τη μετατροπή ενός καθαρά αναλογικού σήματος σε ψηφιακό για επεξεργασία είναι απλά άλλη μια μάχη στον πόλεμο αναλογικού εναντίον ψηφιακού, που δεν δείχνει σημάδια ύφεσης. Ωστόσο, πολλά μοντέλα που περιλαμβάνουν τέτοιου είδους ψηφιακή ισοστάθμιση προσφέρουν επίσης ένα αναλογικό bypass για όσους τρομάζουν στην ιδέα να "κομματιαστούν" τα αναλογικά σήματά τους σε bits. Οι αντιρρήσεις σχετικά με την ηχητική υποβάθμιση λόγω προσθήκης κυκλωμάτων και πολυπλοκότητας μετριάζονται κάπως όταν το λογισμικό EQ είναι ενσωματωμένο σε έναν ολοκληρωμένο ενισχυτή ή προενισχυτή, όπου ο σχεδιαστής έχει τον πλήρη έλεγχο, αντί να χρησιμοποιείται μια εξωτερική συσκευή που απαιτεί επιπλέον συνδέσεις και επιπρόσθετες μετατροπές A/D ή D/A. Ο ολοκληρωμένος ενισχυτής Sigma 2200i της Classé, τον οποίο αξιολόγησα τον Απρίλιο του 2017, περιλάμβανε μια ευέλικτη σειρά παραμετρικής ισοστάθμισης, αλλά η σωστή χρήση του απαιτούσε έναν χρήστη ή έναν εγκαταστάτη με εργαλεία μέτρησης και τεχνικές δεξιότητες. Η Anthem Room Correction (ARC) που περιλαμβάνεται στον ολοκληρωμένο ενισχυτή Anthem STR, τον οποίο εξετάζω εδώ, είναι πολύ πιο εύκολη στη χρήση, αν και η αρχική ρύθμισή της απαιτεί κάποιες βασικές δεξιότητες χρήσης υπολογιστή.
Δυνατότητες - Περιγραφή:
Ο Anthem STR ολοκληρωμένος (τιμή 5999,-€) είναι διαθέσιμος σε μαύρο ή ασημί χρώμα. Με βάρος 40 λίβρες (περίπου 18 κιλά), είναι σχετικά ελαφρύς και διατηρεί χαμηλές θερμοκρασίες λειτουργίας για έναν ενισχυτή Τάξης A/B, ο οποίος έχει προδιαγραφές για απόδοση 200W ανά κανάλι σε 8 ohm, 400W ανά κανάλι σε 4 ohm ή 550W ανά κανάλι (!) σε 2 ohm φορτίο ηχείων, σε όλο το ακουστικό φάσμα και με λιγότερο από 1% συνολική αρμονική παραμόρφωση (THD). Το στάδιο τελικού ενισχυτή του STR βασίζεται σε έναν μεγάλο τοροειδή μετασχηματιστή, με υπερμεγέθεις πυκνωτές και κύκλωμα παρακολούθησης φορτίου για βέλτιστη απόδοση. Η δυνατότητα λειτουργίας του στα 2 ohm σημαίνει ότι ο STR μπορεί να οδηγήσει χωρίς δυσκολία σχεδόν οποιοδήποτε σύγχρονο ηχείο, ακόμα και μοντέλα των οποίων η αντίσταση μπορεί να πέσει τόσο χαμηλά—ή και χαμηλότερα—σε ένα μικρό μέρος του φάσματος συχνοτήτων τους. Εκτός από το ARC (Anthem Room Correction), ο Anthem STR προσφέρει περισσότερες δυνατότητες από τις συνήθεις ενός ολοκληρωμένου. Διαθέτει πέντε αναλογικές εισόδους (τέσσερις RCA και μία balanced/XLR), με δυνατότητα παράκαμψης της ψηφιακής μετατροπής και επεξεργασίας για καθεμία από αυτές. Οι έξι ψηφιακές είσοδοι περιλαμβάνουν δύο οπτικές TosLink, δύο ομοαξονικές και μια AES/EBU, όλες με υποστήριξη σημάτων έως 24-bit/192kHz. Μια ασύγχρονη ψηφιακή είσοδος USB Type B δέχεται PCM έως 32-bit/384kHz, καθώς και DSD στα 2.8 ή 5.6MHz. Όλη η εσωτερική ψηφιακή επεξεργασία πραγματοποιείται σε PCM στα 32-bit/192kHz, οπότε όλες οι ψηφιακές είσοδοι μετατρέπονται σε αυτήν την ανάλυση, συμπεριλαμβανομένου του DSD και, εφόσον το επιθυμεί ο χρήστης.
Υπάρχει επίσης ένα ζεύγος προενισχυτικών εξόδων RCA σταθερού-fixed επιπέδου στάθμης, για σύνδεση με έναν ενισχυτή ακουστικών (ο STR δεν διαθέτει έξοδο ακουστικών, μια περίεργη έλλειψη για τη σημερινή αγορά), καθώς και ξεχωριστές, RCA προενισχυτικές εξόδους μεταβλητού επιπέδου, για την (ίσως απίθανη) περίπτωση που αργότερα θελήσετε να προσθέσετε έναν εξωτερικό τελικό ενισχυτή. (η Anthem προσφέρει επίσης τον προενισχυτή STR με τα ίδια χαρακτηριστικά, σε τιμή 5.279,99 €· αυτό σημαίνει ότι το στάδιο τελικού - ισχύος του STR στον ολοκληρωμένο είτε είναι ευκαιρία με ~[600,-€] αναλογία στο συνολικό κόστος, είτε ο προενισχυτής είναι κάπως υπερτιμημένος!). Υπάρχουν επίσης διπλές έξοδοι subwoofer (δεν τις δοκίμασα), οι οποίες μπορούν να ρυθμιστούν για λειτουργία σε mono ή stereo. Εάν επιλέξετε να χρησιμοποιήσετε ισοστάθμιση (EQ), το ARC θα διορθώσει επίσης την απόκριση οποιουδήποτε subwoofer είναι συνδεδεμένο στο σύστημά σας, συμπεριλαμβανομένης της ξεχωριστής ισοστάθμισης για στερεοφωνικά subwoofers.
Ο STR διαθέτει δύο εισόδους phono, μια για κεφαλές πικάπ moving-magnet (κινητού μαγνήτη) και μια για moving-coil (κινητού πηνίου). Η εμπειρία μου με την τρέχουσα κατάσταση της αναλογικής αναπαραγωγής βινυλίου είναι περιορισμένη, οπότε οποιοδήποτε τεστ αυτών των εισόδων από μένα θα ήταν περισσότερο ένα σχόλιο για τον ήχο κάποιων παλιών κεφαλών παρά για τον ίδιο τον STR. Έτσι, δεν τις άκουσα, Υπάρχει θύρα Ethernet για τη ρύθμιση του ARC (ο STR δεν υποστηρίζει WiFi)· εναλλακτικά και μια θύρα mini USB B μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη ρύθμιση του ARC μέσω PC με το αντίστοιχο λογισμικό. Μια θύρα USB Type A προορίζεται μόνο για χρήση από το εργοστάσιο. Επίσης συνυπάρχουν μια είσοδος RS-232, μια είσοδος υπερύθρων για τηλεχειριστήριο, μια έξοδος ενεργοποίησης 12V trigger, ένα ζεύγος ποιοτικών ακροδεκτών ηχείων L/R προς τα ηχεία και η κλασική θύρα IEC για το αποσπώμενο καλώδιο τροφοδοσίας. Ολοκληρώνουν έτσι το ευρύχωρο πίσω πάνελ του ενισχυτή, το οποίο δεν είναι και τόσο φορτωμένο όσο ακούγεται. Για όσους έχουν συνηθίσει τις συνδέσεις ενός επεξεργαστή surround, μοιάζει σχεδόν… άδειο.
Η ευμεγέθης οθόνη στο μπροστινό πάνελ του STR εμφανίζει την ένταση σε αριθμούς αρκετά μεγάλους ώστε να διαβάζονται ως και από την άλλη άκρη του δωματίου. Όταν είναι ενεργοποιημένη η λειτουργία Info, διακρίνονται επιπλέον πληροφορίες: η ενεργή είσοδος, η κατάσταση του ARC (ενεργό ή απενεργοποιημένο), η ανάλυση της πηγής και αν η έξοδος είναι stereo ή mono. Η φωτεινότητα της οθόνης μπορεί να μειωθεί ή να απενεργοποιηθεί· στην δεύτερη περίπτωση, οι πληροφορίες εμφανίζονται προσωρινά όταν γίνεται κάποια ρύθμιση και μετά εξαφανίζονται. Προσωπικά, άφησα την οθόνη ενεργή συνέχεια—μου αρέσει να ξέρω πού βρίσκομαι κατά τη διάρκεια μιας αξιολόγησης—αλλά η Anthem φρόντισε και για όσους ανησυχούν ότι η φωτισμένη οθόνη μπορεί να επηρεάζει τον ήχο (εγώ όχι, και δεν άκουσα καμία διαφορά). Ένας μεγάλος περιστροφικός διακόπτης στα δεξιά της οθόνης χρησιμοποιείται για την αυξομείωση της έντασης σε βήματα των 0.5dB ή για την πλοήγηση στα μενού ρυθμίσεων. Υπάρχουν επίσης κουμπιά για Power Οn/Off της συσκευής, Mute και επιπλέον λειτουργίες ρύθμισης: Menu/Select, Previous και Next. Σπάνια χρησιμοποίησα τα κουμπιά του πάνελ, καθώς προτιμούσα το μικρό, ασύρματο τηλεχειριστήριο IR της Anthem, το οποίο επιτρέπει την εκτέλεση των ίδιων λειτουργιών. Ωστόσο, κάποιες ενέργειες, όπως η ονομασία των εισόδων, μπορεί να είναι πιο εύκολες μέσω του μπροστινού πάνελ.
Βασικό Setup:
Ο STR μπορεί να ρυθμιστεί με διάφορους τρόπους, με ή χωρίς ισοστάθμιση (EQ). Μπορείτε να εφαρμόσετε φίλτρα υψηλής και χαμηλής αποκοπής (high-pass και low-pass) για τις εξόδους των ηχείων και του/των subwoofer, σε οποιαδήποτε συχνότητα από 20 έως 160Hz, καθώς και να ρυθμίσετε την πολικότητα, το επίπεδο στάθμης του sub και τη θέση ακρόασης. Τα φίλτρα υψηλής και χαμηλής αποκοπής μπορούν να απενεργοποιηθούν αν θέλετε να οδηγήσετε τα κύρια ηχεία full-range ταυτοχρόνως με ένα subwoofer, ρυθμίζοντας τότε τη συχνότητα χαμηλής αποκοπής μέσω του ενσωματωμένου φίλτρου του sub (που διαθέτουν τα περισσότερα υπογούφερς). Άλλες διαθέσιμες ρυθμίσεις περιλαμβάνουν έλεγχο ισορροπίας δεξιού-αριστερού καναλιού (balance), μπάσων και πρίμων, καθώς και φίλτρο αποκοπής rumble. Μπορείτε ακόμη να επιλέξετε αν οι αναλογικές είσοδοι θα μετατραπούν σε ψηφιακές στα 32-bit/192kHz, ή να απενεργοποιήσετε τη μετατροπή και να αφήσετε το αναλογικό σήμα να περάσει απευθείας στο τμήμα ενίσχυσης, χωρίς ψηφιακή επεξεργασία. Ωστόσο, αυτό θα απενεργοποιήσει το ARC για την επιλεγμένη αναλογική είσοδο, καθώς και όλες τις λειτουργίες που εξαρτώνται από την ψηφιακή επεξεργασία: τους ελέγχους μπάσων και πρίμων, το φίλτρο rumble και όλα τα φίλτρα και τις ρυθμίσεις του subwoofer. Οι έξοδοι του subwoofer θα παραμείνουν ενεργές, μεταφέροντας και οι δύο σήμα full-range mono· σε αυτή την περίπτωση, θα πρέπει να χρησιμοποιήσετε το δικό του φίλτρο χαμηλής αποκοπής.Μία δυνατότητα που θα ήθελα κάποια μέρα να δω σε έναν ολοκληρωμένο ενισχυτή με ψηφιακή επεξεργασία (δεν γνωρίζω κανέναν που να την προσφέρει αυτή τη στιγμή, ούτε ο STR) είναι μια ψηφιακή έξοδος που να μετατρέπει οποιαδήποτε αναλογική είσοδο του ενισχυτή σε ψηφιακή (Α2D), υψηλής ανάλυσης· ας πούμε 24-bit/192kHz. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά χρήσιμο για όποιον audiophile θέλει να μετατρέψει τους δίσκους βινυλίου του σε ψηφιακή μορφή και να τους αποθηκεύσει σε server, αν και υποψιάζομαι πως η ίδια η ιδέα θα έκανε τους "analog-forever" οπαδούς να… εκραγούν!
Υπάρχουν τέσσερα διαφορετικά Profiles, στα οποία μπορείτε να αποθηκεύσετε διαφορετικές ρυθμίσεις setup ηχείων· π.χ., με ή χωρίς subwoofer. Επειδή δεν χρησιμοποίησα sub, δέσμευσα μόνο ένα Profile. Ωστόσο, το εγχειρίδιο χρησιμοποιεί τις λέξεις profile και configuration (ή config) εναλλακτικά, κάτι που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση. Επιπλέον, δεν είναι απολύτως ξεκάθαρο ότι η ίδια είσοδος μπορεί να ρυθμιστεί με διαφορετικούς τρόπους και ονόματα. Για παράδειγμα, ρύθμισα δύο διαφορετικές για την είσοδο Coax 1, την οποία χρησιμοποίησα το 99% του χρόνου: μία με ενεργοποιημένο το ARC και μία με το ARC απενεργοποιημένο. Αυτό διευκόλυνε τις συγκρίσεις, καθώς δεν χρειαζόταν να περιηγηθώ βαθιά στο μενού για να αλλάζω την κατάσταση του ARC. Υπάρχουν επίσης λειτουργίες διαχείρισης συστήματος, όπως η ρύθμιση φωτεινότητας της οθόνης, το επίπεδο Mute, η μέγιστη ένταση και το επίπεδο έντασης κατά την ενεργοποίηση του ενισχυτή.
Επειδή αξιολόγησα τον STR σε περιβάλλον χωρίς subwoofer και μόνο με ψηφιακή είσοδο, η ρύθμισή μου ήταν πολύ πιο απλή από ό,τι ίσως νομίζετε. Ωστόσο, χάρη στη δυνατότητα να προσαρμώζει ξεχωριστά διαφορετικές εισόδους, να χρησιμοποιεί πολλαπλές ρυθμίσεις για την ίδια είσοδο, να περνάει ένα αναλογικό σήμα αμετάβλητο ή να το μετατρέπει σε ψηφιακό για επεξεργασία, και πολλά άλλα, ο STR θεωρείται εξαιρετικά ευέλικτος. Άφησα τις περισσότερες ρυθμίσεις στις εργοστασιακές τους τιμές, οπότε χρειάστηκα περίπου πέντε λεπτά για να τον θέσω σε λειτουργία. Η ρύθμιση του ARC απαιτεί λίγο περισσότερο χρόνο. Όλες οι ακροάσεις έγιναν με τα ηχεία της Monitor Audio Silver 10, χωρίς subwoofer. Τα Silver 10 τοποθετήθηκαν περίπου 1,8 μέτρα μπροστά από έναν από τους χαμηλότερους, προεξέχοντες τοίχους του δωματίου μου, με απόσταση αναμεταξύ τους 2,7 μέτρα και λίγο μεγαλύτερη απόσταση από την κύρια θέση ακρόασης, με μια μικρή κλίση προς τα μέσα ώστε οι άξονές τους να διασταυρώνονται ακριβώς μπροστά από τον ακροατή.
Ρύθμιση του ARC - Anthem Room Correction:
Το Anthem Room Correction (ARC) συνοδεύεται από ένα custom μικρόφωνο USB, μια βάση μικροφώνου και διάφορα καλώδια. Υπάρχουν δύο εκδόσεις του προγράμματος: μια για χρήση σε PC (μη συμβατή με Mac OS, αν και υποστηρίζεται η χρήση μέσω Bootcamp) και μια για κινητές συσκευές (iOS μόνο). Χρησιμοποίησα αποκλειστικά την έκδοση για υπολογιστή, με το μικρόφωνο και τον STR συνδεδεμένα απευθείας στις εισόδους USB του υπολογιστή. Αφού κατεβάσετε το λογισμικό ARC από την ιστοσελίδα της Anthem και το ανοίξετε, θα χρειαστεί να εισάγετε τον σειριακό αριθμό του μικροφώνου. Παρόλο που η λήψη και εγκατάσταση του ARC είναι σχετικά απλή διαδικασία, αντιμετώπισα μερικές μικρές δυσκολίες λόγω της περιορισμένης εξοικείωσής μου με τις λεπτομέρειες των Windows. (Πέρα από κάποια προγράμματα δοκιμών ήχου και εικόνας, κάνω τις περισσότερες εργασίες μου—συγγραφή, email, περιήγηση στον ιστό—σε Mac). Οι χρήστες Windows πιθανότατα δεν θα έχουν τέτοια ζητήματα, ενώ η τεχνική υποστήριξη της Anthem ήταν άμεσα διαθέσιμη μέσω τηλεφώνου.Το ARC μπορεί να ρυθμιστεί με ανώτατη συχνότητα εξίσωσης (EQ) έως 20kHz ή χαμηλότερη. Πάνω από τα 5kHz, το μικρόφωνο γίνεται πιο κατευθυντικό και λιγότερο ακριβές. Μπορεί επίσης να τεθεί όριο εξίσωσης στα μπάσα, ώστε να αποφευχθεί η υπερφόρτωση των ηχείων πέρα από τα φυσικά τους όρια. Για τον ίδιο λόγο, μπορεί να ρυθμιστεί η κλίση της αποκοπής των χαμηλών συχνοτήτων, έως τέταρτης τάξης, καθώς και η ενίσχυση δωματίου (room gain). Η τελευταία προσαρμόζει την απόκριση κάτω από τα 200Hz, καθώς η εντελώς επίπεδη απόκριση μπάσων σε ένα δωμάτιο συχνά ακούγεται υπερβολικά λεπτόηχη. Έκανα μόνο μια μικρή αλλαγή από την προεπιλεγμένη ρύθμιση.
Η πραγματική διαδικασία ρύθμισης του ARC περιγράφεται λεπτομερώς στο εγχειρίδιο, οπότε εδώ θα κάνω μια σύνοψη. Οι μετρήσεις λαμβάνονται σε έως 10 θέσεις μικροφώνου γύρω από την κύρια θέση ακρόασης, με ελάχιστο συνιστώμενο αριθμό τις 5 θέσεις. Στην οθόνη του υπολογιστή εμφανίζονται τα αποτελέσματα πριν από τη διόρθωση του EQ, καθώς και η στοχευμένη καμπύλη απόκρισης μετά την εξίσωση. Αφού ο υπολογιστής ολοκληρώσει τους υπολογισμούς, εμφανίζεται η τελική, διορθωμένη καμπύλη. Αν το αποτέλεσμα είναι ικανοποιητικό, η καμπύλη μπορεί να αποσταλεί στον STR. Διαφορετικές ρυθμίσεις (π.χ. με και χωρίς subwoofer) μπορούν να αποθηκευτούν στα τέσσερα διαθέσιμα Profiles του STR.Ένα μεγάλο πλεονέκτημα της διεξαγωγής των υπολογισμών στον υπολογιστή, αντί να γίνονται μέσα στον προενισχυτή (όπως στο Audyssey), είναι ότι η μεγαλύτερη υπολογιστική ισχύς του υπολογιστή επιτρέπει τους πιο σύνθετους (και γρήγορους) ως αποτέλεσμα. Τα φίλτρα αυτά λειτουργούν στα 32/192, ενώ το καλύτερο που προσφέρει το Audyssey σε καταναλωτικά προϊόντα, σύμφωνα με όσα γνωρίζω, είναι 24/48. Το αν αυτό επαρκεί (σε ρυθμό δειγματοληψίας 48kHz, ένα σήμα επεξεργασμένο από Audyssey που θα έχει γρήγορη αποκοπή πάνω από 24kHz) είναι ένα ευρύτερο ερώτημα , κάτι που δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω εδώ, καθώς σχετίζεται με πολλούς παράγοντες—συμπεριλαμβανομένου του ενδιαφέροντος των audiophiles για ήχο υψηλής ανάλυσης.Όταν ο τοπικός εκπρόσωπος της Anthem, Joey Perfito, επισκέφθηκε τον χώρο μου για να βοηθήσει στη ρύθμιση του STR, εφάρμοσε εξίσωση (EQ) μέχρι το ανώτατο όριο των 5kHz. Όμως, μετά την αποχώρησή του, έκανα όλες τις αρχικές ακροάσεις μου χωρίς EQ, ώστε να αξιολογήσω την απόδοση του STR ως κάποιου απλού-κλασσικού ολοκληρωμένου ενισχυτή. Όπως ανέφερα νωρίτερα, όλες οι ακροάσεις μου, τόσο πριν όσο και μετά την εξίσωση, έγιναν με ψηφιακές πηγές, χρησιμοποιώντας απευθείας ψηφιακή ομοαξονική σύνδεση από το Marantz UD7007 (universal Blu-ray player), καθώς και για λίγο μέσω της USB από τον υπολογιστή μου. Δεν δοκίμασα τις αναλογικές εισόδους, καθώς δεν είχα στη διάθεσή μου σύγχρονες, αξιόπιστες, καθαρά αναλογικές πηγές που να γνωρίζω καλά. Η χρήση της αναλογικής εξόδου του Blu-ray player μου θα προσέθετε, τουλάχιστον, μία επιπλέον μη αναγκαία μετατροπή D/A στην έξοδο του player, επιφέροντας τυχόν δικές της επιδράσεις στο τεστ.
Ακρόαση: Χωρίς ARC
Ένα από τα αγαπημένα μου πράγματα στις εκθέσεις ήχου είναι η ανακάλυψη ηχογραφήσεων που ίσως θελήσω να αποκτήσω είτε καθαρά για την απόλαυση μου, είτε για χρήση σε δοκιμές—ή και για τα δύο. Παρά την απογοητευτική εικόνα του τμήματος high-end ήχου στη CES 2018, κατάφερα να ανακαλύψω τουλάχιστον μία τέτοια ηχογράφηση στο δωμάτιο της Harman-Levinson-Revel: το M2 του Marcus Miller (CD, 3 Deuces/Telarc CD-83534). Δεν είναι το είδος της μουσικής που συνήθως επιλέγω (jazz fusion, με τον Miller στο ηλεκτρικό μπάσο και άλλα όργανα), αλλά το παρήγγειλα μόλις επέστρεψα σπίτι. Η απόλαυσή μου μέσω του STR και συνολικά του συστήματoς δοκιμής ενισχύθηκε σημαντικά από την εξαιρετικά καθαρή ποιότητα της ηχογράφησης, αποδίδοντας ένα ομαλό, μεταξένιο, μη υπερβολικό πρίμο και στιβαρή στερεοφωνική εικόνα. Το άλμπουμ M2 δεν έχει ηχογραφηθεί με έμφαση στη μεγάλη αίσθηση βάθους, αλλά ακούγεται δυναμικά και οι μουσικοί πολύ μπροστά στη σκηνή. Ο Anthem STR δεν είχε κανένα πρόβλημα να το διαχειριστεί. Άκουσα μια μικρή υπερβολή στη 'ζεστασιά' και στο σώμα στο μπάσο & στη μεγάλη κάσα, ειδικά όταν ανέβαζα την ένταση στα επίπεδα που απαιτούσε η μουσική. Η εμπειρία μου λέει ότι αυτό πιθανότατα ήταν αποτέλεσμα της ακουστικής του δωματίου, πιθανώς ενισχυμένο από τα Monitor Audio ηχεία, παρόλο που, όπως πάντα, ήταν τοποθετημένα αρκετά μπροστά από τον πίσω τοίχο. Ωστόσο, αυτό το φαινόμενο δεν ήταν διαρκές, παρά σε ορισμένα κομμάτια, η μεγάλη κάσα ακουγόταν πιο σφιχτή και τοποθετημένη πιο πίσω στη σκηνή, υποδηλώνοντας ότι τουλάχιστον ένα μέρος της 'ζεστασιάς' που αντιλήφθηκα μπορεί να προερχόταν από την ίδια τη μίξη, καθώς το ηχητικό ύφος διέφερε από κομμάτι σε κομμάτι. Συνολικά, όμως, ο Anthem STR δεν μου έδωσε κανέναν λόγο να παραπονεθώ.
Tο Acoustic Live του Nils Lofgren (CD, Vision Music VMCD1005) θεωρείται ως κλασικό αγαπημένο των audiophiles, ιδιαίτερα το κομμάτι "Keith Don't Go", του οποίου τα 6,5 λεπτά έχουν συναρπάσει (ή βασανίσει) τους επισκέπτες ηχητικών εκθέσεων εδώ και χρόνια. Αν και πλέον 20 ετών, αυτό το κομμάτι έχει χάσει λίγο από τη λάμψη του ως demo, αλλά εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στα άριστα ηχογραφημένα—και τόσο δυναμικό που, σε σημεία, οι υψηλές συχνότητες ακούγονται σαν να υπερφορτώνουν διακριτικά την κονσόλα μίξης. Παρ’ όλα αυτά, οι λάτρεις της υψηλής πιστότητας που έχουν συνηθίσει ενισχυτές και ηχεία αξίας εξαψήφιων ποσών μπορεί να δυσκολευτούν να πιστέψουν τον εκρηκτικό ήχο που άκουσα από ένα σύστημα όπου το συνολικό κόστος ηχείων και ενισχυτών ήταν ~7.000 δολάρια. Το αποτέλεσμα αναφέρω ως δυναμικό και πειστικό, με εξαιρετική λεπτομέρεια και ανοιχτοσύνη στο μεσαίο συχνοτικό φάσμα. Σε κάποια στιγμή, άφησα στην άκρη το σημειωματάριο μου και απλά άκουγα μουσική—που είναι, στο κάτω-κάτω, και το ζητούμενο.
Στο My Father's Face του Leo Kottke (CD, Private Music 2050-2-P), ο Anthem απέδωσε πολύ καλά τη βαριά υφή της φωνής του, παραδίδοντας βάθος στα μπάσα και λεπτομέρειες στα υψηλά, με μια πειστική ζεστασιά. Αντίστοιχα, η συλλογή των King's Singers με τραγούδια των Gilbert & Sullivan, Here's a Howdy Do! (CD, RCA Victor 61885-2), είχε ικανοποιητικό χωρικό βάθος, καθώς οι ερμηνευτές αποκτούσαν κατά διαστήματα προτεραιότητα στις ενορχηστρώσεις. Ο ήχος χαρακτηριζόταν και εδώ από μια ζεστασιά. Αλλά αυτό το χαρακτηριστικό δεν ήταν ιδιαίτερα εμφανές, καθώς η συγκεκριμένη ηχογράφηση δεν προκρίνει εκτεταμένα μπάσα.
Αυτά όμως δεν ισχύανε και στο Eeg Fonnesbæk (CD, Stunt STUCD 15082), μια από τις επιλογές μου ανάμεσα στα Stereophile "Records to Die For" του 2018. H εντυπωσιακή στούντιο ηχογράφηση, με τη φωνή της Δανέζας τζαζ τραγουδίστριας Sinne Eeg και το κοντραμπάσο (και περιστασιακά ηλεκτρικό μπάσο) του Thomas Fonnesbæk, ακουγόταν σχεδόν εξίσου καλά εδώ, όπως και από ένα ζευγάρι ηχείων Revel Ultima2 Salon2, οδηγούμενα από εξοπλισμό Mark Levinson στην CES. Σαφώς, ο χώρος δοκιμής ήταν διαφορετικός και βασιζόμουν στην αβέβαιη ηχητική μνήμη—δεν πρόκειται να ισχυριστώ ότι ο συνδυασμός αυτού του ενισχυτή και των ηχείων μπορούσε να φτάσει ακριβώς το Levinson-Revel setup. Όμως τα Monitor Audio ηχεία μου, οδηγούμενα από τον Anthem STR, προσέφεραν μια ουσιαστική γεύση από αυτή την εμπειρία, ανταποκρινόμενα υπέροχα στην ευέλικτη, ζωντανή ερμηνεία της Eeg και στο λεπτομερές παίξιμο του Fonnesbæk. Παρότι το μπάσο είχε τη θερμότητα και την πλούσια υφή που παρατήρησα και σε άλλες ηχογραφήσεις, οι χαμηλές του νότες ήταν σαφώς καθορισμένες, χωρίς καμία να ξεχωρίζει αφύσικα. Εξίσου εντυπωσιακές ήταν οι φυσικές λεπτομέρειες που ακούγονται όταν ένα μικρόφωνο ηχογράφησης είναι τοποθετημένο κοντά σε ένα όργανο, συμπεριλαμβανομένων των διακριτικών ήχων από τα δάχτυλα στις χορδές και του περιστασιακού βόμβου καθώς αυτές επανέρχονται μετά από ένα δυνατό τράβηγμα.
Validate your login