Luxman LMC-5 moving coil phono cartridge [Stereophile e-magazine]
Απόδοση Δοκιμής στα Ελληνικά.
Από το 1925, η ιαπωνική εταιρεία Luxman Corporation κατασκευάζει υψηλής ποιότητας ενισχυτές, προενισχυτές, ολοκληρωμένους & τελικούς ενισχυτές, phono-stages, πικάπ και πιο πρόσφατα, DACs και CD players. Ωστόσο, πέρασαν 40 χρόνια από την τελευταία φορά που η Luxman παρουσίασε μια νέα κεφαλή κινητού πηνίου. Η περίοδος αυτή ολοκληρώθηκε, με την κυκλοφορία της περίφημης Luxman LMC-5 ($2695) !
Η LMC-5 διατίθεται σε ένα εντυπωσιακό κόκκινο χρώμα της Luxman και φέρει ένα λογότυπο με λέιζερ ,σχεδιασμένο σε στυλ της δεκαετίας του '70, που δίνει την εντύπωση ενός "L,". Το σημαντικότερο, υποστηρίζεται από σχεδόν 100 χρόνια εμπειρίας στον χώρο της υψηλής πιστότητας. Η ανάπτυξη της LMC-5 ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια, με τον προγραμματισμό της παραγωγής και διάθεσης αυτής να συμπίπτει και με την παρουσίαση νέων πικάπ της Luxman. Ωστόσο, λόγω της παγκόσμιας πανδημίας, η παρουσίαση των πικάπ αναβλήθηκε μέχρι φέτος.Ένα αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι η κινητού πηνίου LMC-5 παρακάμπτει τα μοντέλα LMC-3 και LMC-4, με τον αριθμό '3' να είναι δεσμευμένος για κάποιο μελλοντικό 'έργο', καθώς οι σχεδιαστές προϊόντων της Luxman αποφεύγουν τους άρτιους αριθμούς, ιδίως τον αριθμό '4' που θεωρείται απαγορευτικός σε πολλές περιοχές της Ασίας!
Σχεδίαση
Σχεδιαστικά, η LMC-5 χρησιμοποιεί ακίδα Shibata στο άκρο της, η οποία στηρίζεται σε έναν ελαφρύ και 0,5 χιλιοστά σε πάχος αλουμινένιο κοντάκτορα (cantilever). Η κατασκευή της περιλαμβάνει υψηλής καθαρότητας 4N χάλκινα νήματα & χάλκινες σπείρες, ενώ ο 'κινητήρας' της κατασκευάζεται από σίδηρο (iron core) και συμμετρικά πηνία αριστερά και δεξιά, για ανώτερο διαχωρισμό καναλιών. Το προτεινόμενο βάρος αγκύρωσης είναι 2,2 γραμμάρια, η έξοδος της ανέρχεται στα 0,4mV και το συχνοτικό εύρος κυμαίνεται από 10Hz έως 35kHz. Η συνιστώμενη αντίσταση φορτίου είναι 40 ohms, με δυνατότητα 2,5 έως 10 ohms εάν χρησιμοποιείτε μετασχηματιστή step-up. Να σημειώσουμε ότι η Luxman προτείνει ιδανική γωνία ανάγνωσης τις 25°. Με την LMC-5 να ζυγίζει μόλις 8,6 γραμμάρια, ένας βραχίονας με σχετικά υψηλή μάζα θα αποτελέσει τον καλύτερο συνδυασμό.
Η LMC-5 σχεδιάστηκε από ένα δίδυμο μηχανικών, τον κύριο Hagiwara και τον κύριο Nagatsuma, με ένα πολύ συγκεκριμένο στόχο και πρόβλημα προς λύση: "Η μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζουν πολλές κεφαλές πικάπ είναι η σωστή αναπαραγωγή της πλήρους κλίμακας, δυναμικής και αρμονικών υπέρτονων ενός πιάνου σε συναυλία." δήλωσε ο κύριος Hagiwara, όπως αναφέρεται σε δελτίο τύπου. Αυτή η πρόκληση καθοδήγησε την ομάδα ανάπτυξης του Luxman LMC-5 προς την επίτευξη του στόχου της, καταλήγει το έγγραφο.
Το σώμα της LMC-5 υπέστη αρκετές ανασχεδιάσεις που αφορούν το τελικό σχήμα της αλλά και όσον αφορά το υλικό κατασκευής, πριν τον οριστικό σχεδιασμό και παραγωγή. Η Luxman επέλεξε σχέδιο με ανοιχτό σώμα για την LMC-5 επειδή "η συναρμολόγηση των πηνίων και του κοντάκτορα-cantilever των σχεδιαγραμμάτων [κλειστών σχεδιαγραμμάτων] μπορεί να συμπεριφέρεται σαν ένα μικρόφωνο, 'μαζεύοντας' στο κέλυφος ήχο από την επιφάνεια του βινυλιακού δίσκου. Με λιγότερο περίβλημα, υπάρχει λιγότερη πιθανότητα για χρωματισμό του ήχου, πρόσθεσε ο κύριος Pravel. Ως υλικό για τον κοντάκτορα-cantilever, επιλέχθηκε το κράμα αλουμινίου, επειδή στα πιο εξωτικά υλικά όπως ρουμπίνι, σάπφειρος, βόριος, βηρύλλιο, παρέχουν "έντονο" και πολύ χαρακτηριστικό σε υπογραφή ηχητικό αποτέλεσμα. Η Luxman προτίμησε την ειλικρινή, ουδέτερη ποιότητα του ήχου του αλουμινίου.
Για τις ακροάσεις, η Luxman τοποθέτησε πρωτότυπες κεφαλές LMC-5 σε ένα βραχίονα SME, τοποθετημένο στο πικάπ Luxman PD-171AL (έκδοση χωρίς βραχίονα, με ειδική βάση τοποθέτησης βραχίονα SME). Το υπόλοιπο σύστημα αξιολόγησης περιλάμβανε το phono stage E-250 της Luxman, τους προενισχυτές C-900u ή CL-1000, και τους ενισχυτές ισχύος M-900u, MQ-88u και MQ-300. Τα ηχεία αναφοράς ήταν της Focal, μεταξύ άλλων. Τέλος, όλες οι LMC-5 συναρμολογούνται από μια ομάδα πέντε ατόμων που εργάζονται για έναν γνωστό και αναγνωρισμένο ιαπωνικό κατασκευαστή κεφαλών πικάπ.
Setup & Ηχητικές επιδόσεις
Η LMC-5 έφτασε σε ένα μικρό κουτί από χαρτόνι, όπου μέσα του βρίσκουμε μια εύκαμπτη πλαστική θήκη. Μέσα στη συσκευασία, συναντάμε ένα επίσης μικρό κουτί από δέρμα που περιέχει το εγχειρίδιο του ιδιοκτήτη, την κεφαλή, την προστασία της ακίδας, έξι ανοξείδωτες βίδες και ένα κλειδί Allen.
Χρησιμοποιώντας τις βολικές σπειροειδείς τρύπες στο σώμα, τοποθέτησα την LMC-5 στο headshell ενός βραχίονα τύπου Kuzma 4Point, που συνδέεται με το πικάπ μου Kuzma Stabi R. Χρησιμοποίησα και το μοντέλο "Feickert Next Generation Universal Protractor" προτράκτορα για να την ευθυγραμμίσω καθώς και μια ηλεκτρονική ζυγαριά Riverstone Audio για να ρυθμίσω την ανάγνωση στα συνιστώμενα 2,2 γραμμάρια. Η έξοδος της ενισχύθηκε από ένα Sculpture A Mini Nano SUT, το οποίο εξέδιδε την υψηλότερη τάση στις εισόδους MM ενός phono σταδίου-προενισχυτή από την Tavish Audio Design μοντέλο Adagio. Ένα ζεύγος RCA καλωδίων Analysis Plus Silver Apex (2m) συνέδεσε το στάδιο phono με τις εισόδους ενός προενισχυτή Sugden LA-4, και στη συνέχεια ακολούθησε η πορεία προς τον τελικό ενισχυτή ισχύος Pass Labs XA-25 μέσω ενός ζεύγους καλωδίων Triode Wire Labs Spirit II (RCA). Ένα ζεύγος καλωδίων ηχείων της Analysis Plus Silver Apex (10 πόδια) συνέδεσε τον ενισχυτή Pass Labs με τα ηχεία μου αναφοράς DeVore Fidelity Orangutan O/96.
Κατα τις ακροάσεις της δοκιμής, η Luxman αποδίδει πλούσια, περιγράφεται ως λεπτομερή, επιδεικτική, με καθαρότητα και πολύ καλή ανοιχτοσύνη στις μεσαίες και υψηλές συχνότητες. Η μικροδυναμική απόδοση της και οι μικρολεπτομέρειες που εξάγονται από τα βινύλια την κατατάσσουν στις εξαιρετικές, ενώ ο ήχος παραμένει ισορροπημένος και αέρινος. Η αξιολόγηση της Luxman την θέτει σε κορυφαία θέση στην κατηγορία των moving coil cartridges και ειδικά στην τιμή των $2695, χαρακτηρίζοντάς την ως έναν εξαιρετικό εκπρόσωπο μιας ιστορικής εταιρείας που συνεχίζει να πρωτοπορεί στον ήχο του σήμερα. Η περίοδος στρωσίματος την έκανε ακόμη καλύτερη! Υπέροχη σε σαφήνεια και ανοιχτοσύνη, υφή και 'φωτισμό' των εσωτερικών λεπτομερειών. Τα τύμπανα, τα κύμβαλα, οι κιθάρες, τα πνευστά όργανα και οι γυναικείες φωνές ήταν 'βυθισμένα' σε ένα γενναιόδωρο φως, σε συνδυασμό με μια ανώτερη αίσθηση ανάλυσης και άνεσης. Η απόκριση της στις γρήγορες εναλλαγές ήταν ιδανική, όταν χρειαζόταν. Τίποτα στην LMC-5 δεν ήταν τραβηγμένο, επιθετικό ως σκληρό ή δυσάρεστο/κουραστικό στα αυτιά μου. Άκουσα μόνο πλούσιο, οργανικό, καλοδομημένο ήχο γεμάτο αποχρώσεις. Η LMC-5 ακούγεται πράγματι ολοκληρωμένη, δημιουργώντας ατμόσφαιρα μέσα σε ένα καλά τακτοποιημένο, καλά κλιμακούμενο soundstage.
Η αναπαραγωγή της ακουστικής φυσικότητας του κοντραμπάσου, των συνόλων ενχόρδων και των τυμπάνων στην συχνοτική περιοχή των χαμηλών από την LMC-5 ήταν ομαλή και δυναμική. Η τονικότητα και η προβολή των tom του Philly Joe Jones στο "Art Pepper's Meets the Rhythm Section" (Original Jazz Classics OJC-338) ήταν άψογες, οι καλύτερες που έχω ακούσει. Παρόλα αυτά, η LMC-5 επικεντρώνεται περισσότερο στη γλυκύτητα παρά στον ήχο του μπάσου. Οι χαμηλές νότες ήταν ζεστές και τρισδιάστατες, αλλά έλειπε ο τελευταίος βαθμός της συγκράτησης, της ταχύτητας και της έκτασης. Η συνοχή από την κορυφή ως το κάτω συχνοτικό ήταν και το κύριο ατού της LMC-5, δίπλα-δίπλα με τα εκλεπτυσμένα πρίμα και ένα γλυκό, διαφανές μεσαίο εύρος. Η καθαρότητα, η ταχύτητα, η εκλεπτυσμένη ανάλυση και η ευκρίνεια ήταν τα ξεκάθαρα μηνύματα που μετέφερε μια LMC-5.
Οι μικροδυναμικές και οι μικρολεπτομέρειες ήταν επίσης εξαιρετικές με την Luxman. Η κεφαλή ανέδειξε για τα καλά τον θόρυβο επιφάνειας σε μερικά LPs, αλλά αποκάλυψε επίσης λεπτομέρειες όπως οι κρυστάλλινες, αεράτες δονήσεις των συρμάτων σε ένα τυμπάνο snare, μικρές αλλαγές στην πίεση του αέρα που έκαναν τους καλά ηχογραφημένους τραγουδιστές να ακούγονται πραγματικά μπροστά μας, και λεπτές αλλαγές στην πίεση του αέρα μέσα στα σαξόφωνα, που βοήθησαν στο να σχηματίσουν τα σαξόφωνα του John Coltrane και του Art Pepper απτά ως είδωλα στον χώρο.
Στο "You'd Be So Nice to Come Home To", το κουαρτέτο του Pepper (άλτο σαξόφωνο), του Red Garland (πιάνο), του Paul Chambers (ακουστικό μπάσο) και του ντράμερ Jones εξαπολύστηκε σε μια μεγάλη σκηνή με κοντινές, πειστικές εικόνες που οδηγούσαν στη μουσική. Ο ήχος ήταν ανοικτός, καθαρός, γρήγορος... με έστειλε! Και τα πινέλα στο τύμπανο snare ήταν ...ζωντανά! Η περιγραφή του χώρου ηχογράφησης είχε βάθος, παρουσιάζοντας μια ιδεατή σκηνή από σαρκώδεις, ανθρώπινες εικόνες που είχαν έντονη δράση, δύναμη και ενέργεια. Η LMC-5 δημιούργησε μια σχεδόν ζωντανή εκτέλεση στο μικρό μου χώρο ακρόασης, παραβιάζοντας το μέγεθος του δωματίου έτσι ώστε να αναπαράγει χωρική εξαιρετικότητα και φυσικότητα. Οδήγησε σε άμεση σύνδεση με τους μουσικούς.
Προσέφερε μια 'γιορτή' όσον αφορά την υφή των οργάνων στο δεύτερο μέρος του Joseph Haydn's έργο Op.74 No.1 σε Ντο μείζονα, όπου ερμηνεύτηκε από το Auryn Quartet και ηχογραφήθηκε με χρήση ενός ζεύγους μικροφώνων Neumann CM3 (Das Mikrofon, Tacet L17). Το κουαρτέτο αποδίδεται δυναμικό και στο ύφος-σκοπό του. Ο ήχος δεν ήταν υπερβολικά μαλακός αλλά 'αληθινός' , σαφής και ρεαλιστικός ως ...3D. Η ικανότητα της LMC-5 να εξάγει λεπτομέρειες με μια μουσική, μη αναλυτική προσέγγιση εντυπωσίαζε συνεχώς.
Λοιπόν, η LMC-5 αποτελεί την βασίλισσα της λεπτομέρειας και των υφών. Δεν τρυπά ποτέ τα αυτιά ή τις αισθήσεις. Κινείται σε μια τέλεια ισορροπία μεταξύ της πλούσιας , γεμάτης σε σώμα αναπαραγωγής και μεταξένιων υφών εντός ενός μεγάλου, βαθιού σκηνικού πεδίου. Η κεφαλή δεν παρουσιαζει ποτέ 'μπροστόβαρα' τα δρώμενα, αλλά με την πρέπουσα αμεσότητα.
Όταν έπαιξα τα ίδια ηχογραφήματα στο πικάπ της Thorens TD 124 Mk.II με τον Jelco TS-350S MKll βραχίονα και κεφαλή την Ortofon SPU Classic G MkII, η εμπειρία ήταν εντελώς διαφορετική. Το μέγεθος της σκηνής ήταν μεγαλύτερο, η 'επίθεση' στα δυναμικά περάσματα ήταν πιο μαλακή και τα όργανα δεν ήταν τόσο καλά καθορισμένα. Ο ήχος ήταν ευχάριστος, αλλά έλειπε η καθαρότητα και η ευκρίνεια του συνδυασμού Kuzma/Luxman.
Η αντικατάσταση της LMC-5 με την κεφαλή EMT TSD 15 στο Kuzma παρήγαγε ένα διαφορετικό ήχο. Με την EMT στο Kuzma έλειπε μέρος από την ευκινησία, αλλά προσέθεται βάρος στις χαμηλές συχνότητες, αίσθηση μεγέθους και κράτημα-έλεγχο. Η EMT ήταν λιγότερο πλούσια αλλά είχε έναν πιο συμπαγή, ενεργητικό ήχο και η εικόνα των μουσικών ήταν ελαφρώς πιο μπροστά σε σύγκριση. Σε υφές ήταν πιο ουσιαστική. Ας πω το ότι η LMC-5 έφερε το μέλι, η EMT το αλάτι.
Συνοψίζοντας. τα $2695 αποτελούν ένα κομβικό σημείο στην κατηγορία τιμής κεφαλών κινητού πηνίου. Περνάτε πλέον το ψυχολογικό όριο των χιλίων δολαρίων, σαν να εξέρχεστε -ας πούμε- από το γκαράζ σας οδεύοντας προς την Βαλχάλα!
Στη λίστα Recommended Components του Stereophile, υπάρχει ένα κενό σε αυτό το επίπεδο. Η EMT TSD 15 βρίσκεται στα $1950. Οι Ortofon SPU Wood A ($2519) και Ortofon Cadenza Black ($2879) αποτελούν καλύτερο value-for-money, σχέση τιμής ως προς απόδοση.Μια DS Audio DS-E1 optical cartridge κοστίζει $2750 και με τον απαραίτητο μετατροπέα. Η κεφαλή κινητού πηνίου της Luxman LMC-5 εισέρχεται σε αυτήν την κατηγορία σαν τον Wyatt Earp που χτυπά την Tombstone, έτοιμος να ξεκινήσει. Έκανε τα δικά μου ηχογραφήματα να 'τραγουδήσουν'. Η LMC-5 είναι μια εξαιρετική πρόταση από μια ιστορική εταιρεία που συνεχίζει να ωθεί τον ήχο στα όρια του μέλλοντος.
Validate your login