Magnepan .7 Μαγνητοστατικά Ηχεία
[απόδοση δοκιμής από το περιοδικό The Absolute Sound]
Ας το δούμε ξεκάθαρα: Οι περισσότεροι λάτρεις της υψηλής ηχητικής πιστότητας προτιμούν τα ηχεία με κώνους. Και γιατί όχι; Υπάρχουν πάρα πολλές επιλογές, έχουν καλή ποιότητα ήχου και (τουλάχιστον σε πολλές περιπτώσεις) και ξεκινούν προσιτά. Παρόλο που η συνήθεια είναι ισχυρό πράγμα, τι θα λέγατε αν υπήρχε μια εναλλακτική λύση που θα ήταν τουλάχιστον ισάξια σε ποιότητα ήχου (ίσως ακόμα και καλύτερη) και εξίσου προσιτή, αλλά χωρίς κώνους και χωρίς κουτί-καμπίνα; Αν και φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι από εσάς τα έχετε γνωρίσει ήδη (ίσως σε προηγούμενες εκδόσεις/μοντέλα), ας σας παρουσιάσω τα πιο πρόσφατα "μικρά" planar μαγνητοστατικά δίπολα ηχεία της Magnepan δαπέδου, με δύο quasi-ribbon οδηγούς: Τα Magnepan MG .7 - ηχεία που είναι ικανά να προσφέρουν έναν πιο φυσικό και πλήρη ήχο από κάθε προηγούμενο “μικρό Maggie” και έναν πιο φυσικό και πλούσιο ήχο, τετοιο που κανείς δεν θα περίμενε -λογικά- για τα χρήματα!
Τα .7 'κόντρα' του χώρου σας:
Ας πω αμέσως ότι αυτά τα ηχεία είναι εντυπωσιακά, προσφέροντας έναν ανταγωνιστικά σπάνιο λόγο ποιότητας προς κόστος. Φυσικά, έχουν ορισμένες ιδιαιτερότητες. Για παράδειγμα, η σωστή τοποθέτηση των Magnepan στον χώρο σας είναι πιθανώς πιο κρίσιμη από ό,τι με άλλους τύπους ηχείων. Σίγουρα, πήρε λίγο παραπάνω πειραματισμό με τη θέση τους για να βρεθεί η καλύτερη απόδοση τους στη θέση ακρόασης (αν και το αποτέλεσμα άξιζε κάθε λεπτό προσπάθειας). Ευτυχώς, τα ηχεία δεν είναι πολύ βαριά, μόλις 27 λίβρες το καθένα, έτσι μπορούν εύκολα να μετακινηθούν για να προσαρμοστούν στις ανάγκες του χώρου σας - ακόμα και από μια κυρία!
Παρόλο που είναι σχετικά "μικρά" σε μέγεθος για τα πρότυπα των Magnepans (ως τα αποκαλούν συχνά... Maggies) τα .7 είναι δαπέδου με έδρες, ευρεία πάνελ, περίπου ύψους 1.2 μ. παρόμοια δηλαδή με το ύψος ενός μεγαλύτερου ηλεκτροδυναμικού -κλασσικού ηχείου καμπίνας- δαπέδου. Το πάχος δε, περίπου κάτω από μια ίντσα ή δυόμιση περίπου εκατοστά, άρα αρκετές φορές λεπτότερο. Η διάχυσή τους καθιστά τις πλευρικές ανακλάσεις λιγότερο προβληματικές με τα .7 από ό,τι με κώνους ευρείας διάχυσης. Ωστόσο, αν τα .7 (ή οποιαδήποτε άλλα Maggies) στραφούν ακριβώς προς τον ακροατή αντί να είναι παράλληλα προς τον πίσω τοίχο, τότε μέρος του πίσω κύματός τους θα 'αναπηδήσει' από τους πλευρικούς τοίχους, προσθέτοντας πιθανώς (όπως και με οποιοδήποτε ηχείο) φωτεινότητα από πρώιμες ανακλάσεις. Αυτό σημαίνει ότι με τα Maggies θα πρέπει να έχετε την ίδια προσοχή στην τοποθέτηση ως προς τους πλευρικούς τοίχους, όπως θα κάνατε με οποιοδήποτε άλλο ηχείο. Τα ηχεία της Magnepan θα πρέπει επίσης να τοποθετούνται σε μια λογική απόσταση από τους πίσω τοίχους, προκειμένου να αποφευχθεί η/και ακύρωση στα μπάσα από τον τρόπο απόδοσης του ήχου ενός μαγνητοστατικού διπόλου ως των .7s. (Στο τέλος, τα τοποθέτησα περίπου τριάντα ίντσες μακριά από τους πίσω τοίχους.)
Αντίθετα με τα περισσότερα ηλεκτροδυναμικά ηχεία, τα Maggies μπορούν να τοποθετηθούν με τα tweeters τους σε διάφορες θέσεις - είτε προς το εσωτερικό του ηχείου, προβάλλοντας περισσότερο ή λιγότερο κατευθείαν προς εσάς, είτε προς το εξωτερικό του ηχείου, σε κλίση λιγότερο ευθεία προς εσάς. Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε για να αλλάξετε τη θέση του tweeter είναι να ανταλλάξετε το αριστερό ηχείο με το δεξί. Φυσικά, η θέση του tweeter κάνει διαφορά στην τονική ισορροπία, την εικόνα των ειδώλων και την απόδοση του εύρους της σκηνής. Αν και ο αρθρογράφος κ. JV και εγώ προτιμήσαμε τον ήχο των .7s με το tweeter τους προς τα έξω στο δωμάτιο στο οποίο ακούγαμε, η εσωτερική θέση είχε περισσότερη παρουσία, εστίαση εικόνας και ενέργεια στα πρίμα. Φυσικά, οποιαδήποτε απόφαση σχετικά με τον προσανατολισμό του tweeter θα εξαρτηθεί από το μέγεθος του χώρου σας και πόσο μακριά βρίσκεστε από τα .7 πάνελ.
Και πάλι, όπως και με όλα τα Maggies, τα quasi-ribbon πάνελ των .7s χρειάζονται μια περίοδο εκκίνησης-”ζεστάματος” πριν αποδώσουν τον καλύτερό τους ηχητικό εαυτό. Παρόλο που είναι αρκετά ώριμα και έτοιμα προς ακρόαση κατευθείαν, το πρώτο διάστημα, έξω από το κουτί τους, θα ακουστούν καλύτερα (λιγότερο φωτεινά στα ψηλά-μεσαία συχνοτικά, πιο γεμάτα, ελεύθερα και ενεργητικά στα μπάσα) με μερικές εβδομάδες αναπαραγωγής στην πλάτη τους.
Τα .7s Εναντίων των μικρότερων Magnepan 'MMG':
Το πιο "μίνι" μοντέλο της Maggie, είναι το MMG. Ωστόσο, αντίθετα με το MMG, τα tweeter και τα πάνελ midrange/bass των .7s είναι quasi-ribbons (αντί για quasi-ribbon και planar-magnetic), δίνοντας στο μεγαλύτερο εδώ μοντέλο .7 έναν ακουστικό προβάδισμα στην ταχύτητα, την ανάλυση, το εύρος συχνοτικής ζώνης και τη συνολική συνέπεια στην σκηνική υπεροχή έναντι των μικρότερων αδελφών τους. Όχι μόνο τα .7s είναι πιο εκτεταμένα στα πρίμα από τα MMGs, αλλά χάρη στα σημαντικά μεγαλύτερα mid/bass πάνελ τους, είναι επίσης πιο εκτεταμένα στα χαμηλά, κάτι που ο κ. Jon και εγώ κρίναμε ότι φθάνει περίπου γραμμικά στα χαμηλά έως τα 50 Hz. Ίσως η καλύτερη είδηση είναι ότι θα σας κοστίσουν σε λογικά πλαίσια παραπάνω χρήματα το ζευγάρι, μα πρεσβεύουν άλλο τιέρ επιδόσεων.
Τα .7s Εναντίων των κλασσικών ηχείων με κώνους:
Όπως πιθανόν γνωρίζετε, τα μαγνητοστατικά planar ηχεία όπως τα .7 χρησιμοποιούν διαφορετική τεχνολογία από τα κλασσικά ηχεία καμπίνας ή ανοικτής μπάφλας. Η πιο εμφανής διαφορά είναι ότι δεν υπάρχει κουτί/καμπίνα για "φιλοξενία" των μονάδων-οδηγών ή για την αποσβεστική τους αντίσταση και συνεπώς, καμία "χρωματική επίδραση" του κουτιού στο τελικό αποτέλεσμα. Τα Magnepan παράγουν "ίσο ήχο" μπροστά και πίσω και τουλάχιστον θεωρητικά, χρησιμοποιούν τον χώρο (ή την απόσταση μεταξύ των πάνελ τους και των τοίχων) για να "αποσβέσουν" ή να περιορίσουν το πίσω κύμα τους.
Αυτό που δεν μπορείτε να δείτε σε ένα planar ηχείο είναι οι οδηγοί-μονάδες τους, που είναι επίσης πολύ διαφορετικοί από τους κώνους. Τα .7s χρησιμοποιούν εξαιρετικά χαμηλού βάρους ταινίες (ribbons) αλουμινίου, συνδεδεμένες με πολύ λεπτά φύλλα Mylar ως οδηγούς. Κρεμιούνται μεταξύ μόνιμων μαγνητών. Έτσι, αυτές οι πολύ ελαφριές "quasi-ribbons" μονάδες είναι πιο γρήγορες και χαμηλότερες σε παραμόρφωση από τους κώνους. Είναι ίσως προφανές, αλλά η μάζα ενός οδηγού και το κουτί ενός ηχείου επηρεάζουν αναπόφευκτα και βαθιά τον ήχο που ακούτε. Τα Magneplanars προσφέρουν τα πλεονεκτήματα ενός οδηγού με άκρως χαμηλή μάζα/χαμηλή αδράνεια/μεγάλη επιφάνεια, αιωρούμενου σε ένα πλαίσιο πιο ανοιχτό από τα κλασσικά ηλεκτροδυναμικά ηχεία με τα "κουτιά" τους. Όλα αυτά οδηγούν σε έναν "αεράτο" ήχο χωρίς καμπίνα και σε μια φυσικότητα του ηχοχρώματος που επιτρέπει στα ακουστικά όργανα να λάμπουν!
Tα .7s Και η Μουσική:
Στις ακροάσεις μου, έπαιξα ένα ευρύ φάσμα βινυλίων και μερικά στα ψηφιακά μου κομμάτια επίσης. Με κίνδυνο να ακούγομαι κλισέ, τα μουσικά μου γούστα κυμαίνονται πραγματικά σε όλο το φάσμα. (Αν δείτε τη συλλογή μου με δίσκους, ίσως ακόμα αναρωτιέστε αν είχα πολλαπλές προσωπικότητες!). Πάντως, θα ήθελα να μοιραστώ κάποια παραδείγματα ακρόασης και πώς τα .7s τα πήγαν με κάθε ένα από αυτά.
Ήξερα από πριν ότι κανένα ηχείο δεν θα είναι τέλειο σε κάθε είδος μουσικής και ότι ίσως η πιο σημαντική σκέψη για έναν πιθανό αγοραστή είναι πόσο καλά ταιριάζουν οι μουσικές προτιμήσεις αυτού με τα χαρακτηριστικά ενός ηχείου: δηλάδη, με αυτό που ένα ηχείο κάνει καλά και με αυτό που δεν κάνει τόσο καλά! Τα Magneplanars είναι διάσημα για την ακρίβεια στην αναπαραγωγή και της οργανικής έκφρασης, οπότε περίμενα να προσφέρουν εντυπωσιακά ρεαλιστικό ήχο με σχεδόν όλα τα ακουστικά όργανα (εκτός ίσως από μεγάλες μπάντες και πολύ μεγάλες ορχήστρες). Και το προσέφεραν!
Στα ψηφιακά μουσικά προγράμματα από το Temptation και τις διάσημες διασκευές της Holly Cole σε τραγούδια του Tom Waits, η "αεράτη" αίσθηση του ήχου των Maggies αποτέλεσε το τέλειο ζευγάρι με την "αναπνοή" των φωνητικών της Cole. Το "(Looking for) The Heart of a Saturday Night" ξεχώρισε πραγματικά με την πιστή ηχητική αναπαραγωγή της συναυλίας του εκπληκτικού τρίο της Holly Cole. Η ηχογράφηση ακούγονταν τόσο όμορφη και φυσική. Επίσης, θα μπορούσα να ορκιστώ ότι η παρουσίαση, παρά το ότι ήταν ανοικτή και πλούσια σε φως και αέρα, έδωσε την αίσθηση ότι υπήρχε μέσα σε έναν καθορισμένο (σχεδόν μαθηματικά ορισμένο) πεδίο. Ένα αρκετά μεγάλο πεδίο, αλλά παρόλα αυτά, ένας χώρος με συγκεκριμένη μορφή και σχήμα που διαφέρει από τη μορφή και το σχήμα του δωματίου ακρόασης. Μιλάω για ένα "soundstage" (ηχητική σκηνή), τον οποίο τα .7s αναπαράγουν με τρόπο εντυπωσιακό. Όταν προσθέσετε αυτήν την εξαιρετική αναπαραγωγή του περιβάλλοντος του κάθε σκηνικού χώρου στην ηχοχρωματική πιστότητα των .7s, είναι προφανές ότι αποτελούν μια εξαιρετική επιλογή για την ακουστική ή κλασσική & jazz μουσική που έχει ηχογραφηθεί ζωντανά ή σε πραγματική αίθουσα.
Στο Temptation και πάλι, τη μοναδική φορά που τα .7s "υποχώρησαν" ήταν σε μερικές χαμηλές μπάσες νότες στην αρχή του "Jersey Girl", όπου υπήρχε κάποιο όριο καθώς τα .7s έφτασαν ή και ξεπέρασαν το όριο εκτόπισής τους, αν και η ένταση που άκουγα ήταν αρκετά υψηλή.
Και αυτό με οδηγεί να περάσω στο rock and roll, με βαριά μπάσα. Προσωπικά, τείνω να αρέσκομαι σε λίγο προστιθέμενο χρώμα και δράμα με τέτοια μουσική. Απολαμβάνω να αισθάνομαι το σώμα του ήχου μιας ηλεκτρικής κιθάρας ή μπάσου της Fender και να αισθάνομαι το χτύπημα/κρούση ενός kick-drum. Και μόνα τους, τα .7s απλά δεν κάνουν αυτό το συγκεκριμένο "κόλπο" με τον τρόπο που το κάνουν κάποια κλασσικά ηχεία καμπίνας με κώνους και μεγάλα woofers. Έτσι, αποφάσισα να προσθέσω κάποιο υπογούφερ της JL Audio στο μίγμα. (Αξίζει να σημειωθεί ότι η Magnepan προσφέρει τη δική της επιλογή πρόσθετου υπογούφερ, το Magneplanar Bass Panel ή DWM, το οποίο ουσιαστικά περιλαμβάνει δύο οδηγούς μπάσων σε ένα λεπτό πλάνο προσαρμογής. Επειδή είναι "όλα-Maggies", τα DWMs μπορεί να ενσωματωθούν πολύ ομαλά. Σίγουρα θα ήθελα να τα δοκιμάσω όταν έχω την ευκαιρία. Ελπίζω να μπορέσω να επιστρέψω σύντομα, με αναφορές.)
Σε κάποια ροκ εν ρολ κομμάτια με βαριά μπάσα, τα υπογούφερ της JL Audio πρόσθεσαν την απαραίτητη δυναμική και πυγμή. Ένα υψηλής ανάλυσης ψηφιακό αρχείο του "Gimme Shelter" των Stones, για παράδειγμα, ακούγονταν μεγάλο, θρασύ και τολμηρό με τα .7s συνοδεία υπογούφερ. Και όχι μόνο στις χαμηλές οκτάβες. Μπορούσατε επίσης να αισθανθείτε καλύτερα το βάρος και τη δύναμη των "υποστηρικτικών" φωνητικών της Merry Clayton, για να μην αναφέρουμε την overdriven κιθάρα του Keith Richards. Κάποια κομμάτια από το Surfer Rosa των Pixies σε βινύλιο ακούγονταν πιο βαριά από ποτέ. Ο αντιστατικός χτύπος του "Cactus" και οι ανεβαστικοί ήχοι του "Where Is My Mind;" απλά γέμιζαν το δωμάτιο. Αυτή ήταν μουσική που μπορείτε να ακούσετε και να αισθανθείτε. Παρόλα αυτά, το βάρος και το σώμα δεν είναι το παν.
Σε πολλά μουσικά δρώμενα, η μαγεία των καθαρών, αυθεντικών μεσαίων και υψηλών συχνοτήτων ανέβαινε ψηλά σε επιδόσεις με αυτά τα Magnepans. Πολύ ικανοποιητικά αποτελέσματα και χωρίς τη χρήση υπογούφερ. Για παράδειγμα, το "The Girl from Ipanema" από το ομώνυμο άλμπουμ του Getz/Gilberto του 1964 ακούγονταν απείρως πιο ανοιχτό χωρίς τους υπογούφερ. Το τραγούδι αναδείκνυε όλη την εκλεπτυσμένη, υποκείμενη ομορφιά του με τα .7. Επίσης, στο μέτωπο της jazz, το Coleman Hawkins Encounters Ben Webster ήταν μια σαγηνευτική εμπειρία χωρίς υπογούφερ. Το ξεκούραστο και κρακαριστό σε ήχο σαξόφωνο του Hawkins ακούγονταν απίστευτα ρεαλιστικό και "μαζί μας" στον χώρο. Η αναπαραγωγή του ήχου ήταν πιστή, όπως στη πραγματικότητα. Οι χαμηλές νότες του πιάνου ήταν καθαρές και ζεστές. Μπορούσατε εύκολα να ανιχνεύσετε τις λεπτομέρειες του χώρου ηχογράφησης.
Η τελική αξιολόγηση είναι αυτή: Καθώς πέρασα περισσότερο χρόνο πειραματιζόμενος με τα .7 ηχεία τόσο με όσο και χωρίς την προσθήκη υπογούφερ, ανακάλυψα ότι προτιμούσα σίγουρα κάποια μουσική με αυτά, αλλά πολλές επιλογές και χωρίς. Γενικά, βρήκα ότι οι προτιμήσεις μου κινούνταν κατά μήκος των μουσικών ειδών, αν και μερικές φορές ακόμα και αυτές οι γραμμές έγιναν λίγο θολές. Χωρίς υπογούφερ, για παράδειγμα, ο ακουστικός/ηλεκτρικός ήχος της live έκδοσης του "Late in the Evening", από το Simon & Garfunkel: The Concert in Central Park, με έκανε να θέλω να χορέψω με τους πιανιστικούς ρυθμούς salsa. Κλείνοντας τα μάτια, μπορούσατε να φανταστείτε τον χώρο γεμάτο μουσικά όργανα σε μια πλούσια σκηνή που... πρέπει να ήταν μια αξέχαστη συναυλιακή εμπειρία!
Ακόμη και ορισμένα κλασικά ροκ κομμάτια αποδόθηκαν καλά χωρίς το υπογούφερ. Στο "Diamond Dogs" του David Bowie, η στιβαρότητα του ηχογραφήματος έβγαινε στον χώρο ζωντανά και ισορροπημένα έναντι της ηλεκτρικής κιθάρας και του ροκ πιάνου μέσω των .7s και τίποτε άλλο στο χαμηλό φάσμα. (Και εκείνο το cowbell δεν ακούγονταν ποτέ καλύτερα.)
Validate your login