MBL Noble Line N11 Προενισχυτής [ Δοκιμή: Stereophile ]
MBL Noble Line N11 Προενισχυτής [ Δοκιμή: περιοδικό Stereophile ]
[ από τον Jason Victor Serinus | Jun 26, 2020 ]
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών που γράφω κριτικές για το περιοδικό Stereophile, είχα το προνόμιο να αξιολογήσω προϊόντα από μερικές από τις πιο γνωστές εταιρείες audiophile παγκοσμίως: Audio Research, Bel Canto, CH Precision, dCS, D'Agostino, Dynaudio, EMM Labs, Jadis, Krell, Nordost, και Wilson, μεταξύ άλλων. Ωστόσο, ένας διαχρονικός κατασκευαστής του οποίου η παρουσία σε εκθέσεις ήχου εμπνέουν πάντοτε εκστατικές αναφορές, η γερμανική MBL, παρέμενε εκτός της προσοχής μου.
Έτσι, ήρθε ως μια ευχάριστη έκπληξη όταν ο κ. Jeremy Bryan από την MBL North America ενημέρωσε τον κ. Jim Austin και εμένα ότι ο τρανζιστοράτος (solid-state) προενισχυτής line MBL N11 (15.250 €) ήταν διαθέσιμος για κριτική. Ως μέρος της μεσαίας κατηγορίας Noble Line, ο N11 διαφέρει από τον προενισχυτή της κορυφαίας σειράς Reference Line, 6010, σε ένα βασικό σημείο: συγκεκριμένα, την άποψη του σχεδιαστή κ.Jürgen Reis σχετικά με το πώς πρέπει να αποδίδει ηχητικά.
Σε μια σειρά από συνεντεύξεις μέσω Skype, ο κ.Reis εξήγησε, "Οι σειρές δεν διαφέρουν πολύ στις μετρήσεις. Στα 35 χρόνια που σχεδιάζω και δημιουργώ προενισχυτές, έχω αποκτήσει μεγάλη εμπειρία. Έχω περάσει πολύ χρόνο στα σπίτια των πελατών της Reference Line και ξέρω τη “γεύση” τους, πως έχουν στήσει τα audiophile καθιστικά τους και τον ήχο που προτιμούν. Ο τυπικός πελάτης της Noble Line έχει διαφορετικό καθιστικό και διαφορετική αντίληψη. Επομένως, η απάντηση στην ερώτηση, 'Ποιος είναι ο καλύτερος προενισχυτής;' είναι, 'Ο προενισχυτής που δουλεύει καλύτερα για σένα, στο δωμάτιό σου ή στο σαλόνι σου."
“Ξέρω τον ήχο κάθε αντίστασης, κάθε πυκνωτή—τα πάντα. Ξέρω ποια ισορροπία και τονικότητα θα δημιουργηθεί όταν αναμείξω “αυτό, με εκείνο”. Έτσι, όταν άρχισα να αναπτύσσω τον N11, είχα έναν ήχο-στόχο στο μυαλό μου. Έκανα το σχηματικό, βελτιστοποίησα τη διάταξη & σχέδιο για να μετρηθεί καλά και στη συνέχεια άρχισα να ακούω και να προσαρμόζω τα “μικρά” μέρη του. Προσάρμοσα επιλογές πυκνωτών, επέλεξα τα σωστά στοιχεία για τον επιθυμητό ήχο και καθόρισα τι είδους τυπωμένο κύκλωμα θα δημιουργούσε τον ήχο που θα ταιριάζει καλύτερα στους πελάτες της Noble Line. Μερική από τη δουλειά μου περιελάμβανε τη βελτιστοποίηση της τροφοδοσίας. Ίσως σας εκπλήσσει να μάθετε ότι μπορείτε να αλλάξετε την τονικότητα χωρίς καν να αγγίξετε τη διαδρομή του σήματος, επειδή το τελικό ηχητικό σήμα προέρχεται φυσικά και από την τροφοδοσία. Η καμπύλη αντίστασης της τροφοδοσίας του N11 είναι απολύτως ομοιογενής από DC έως 200kHz, γεγονός που δημιουργεί έναν πολύ ισορροπημένο ήχο. Ρύθμισα επίσης τους αντιστάτες για την ενίσχυση τάσης, χρησιμοποιώντας ένα μείγμα από αντιστάσεις άνθρακα και μετάλλου για να κατακτήσω μια ανώτερη ουδετερότητα. Υπάρχουν πολλοί προενισχυτές που ισχυρίζονται ότι είναι 'ουδέτεροι' ή 'ισορροπημένοι', αλλά υπάρχουν στην πράξη διαφορετικές αποχρώσεις-εκφράσεις της ουδετερότητας. Αν έχετε έναν προενισχυτή λυχνιών, για παράδειγμα, η ουδετερότητα ορίζεται σε διαφορετικό πλαίσιο από των solid-state· αυτό απαραίτητα δεν είναι καλύτερο ή χειρότερο, απλά είναι διαφορετικό. Χρειάστηκε πολλή δουλειά για να βρω την τονική ισορροπία που μου αρέσει, που μετράει καλά, με χαμηλό θόρυβο και να ταιριάζει πολύ καλά στη Noble Line.”
"Δεν θα πω σε κανέναν ότι ο N11 είναι ο 'καλύτερος' προενισχυτής για το σύστημά τους, αλλά θα πω ότι ταιριάζει τέλεια με την υπόλοιπη γκάμα της σειράς Noble και ο ήχος του διαφέρει από τον ήχο της ενότητας προενισχυτή του ολοκληρωμένου Noble Line N51. Ο στόχος είναι να επιλέξετε συνοδά που δουλεύουν καλά μαζί για να επιτύχετε τη βέλτιστη συνέργεια. Δεν χρειάζεται να είναι τα 'καλύτερα' προϊόντα ή όλα από την ίδια εταιρεία, αλλά πρέπει να 'συνομιλούν' βέλτιστα με τις υπόλοιπες επιλογές σας, το δωμάτιό σας καθώς και να ταιριάζουν στην 'ηχητική γεύση' σας. Αυτή είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για έναν αντιπρόσωπο: Να γνωρίσει αρκετά καλά έναν πελάτη ώστε να μπορέσει να βρει τον καλύτερο συνδυασμό για αυτόν."
«Unity Gain»
Ένα μοναδικό χαρακτηριστικό του N11 είναι η λειτουργία «Unity Gain», που μπορεί να ενεργοποιηθεί ή να απενεργοποιηθεί εύκολα μέσω του πίνακα ελέγχου ή του τηλεχειριστηρίου του προενισχυτή. "Όταν έχετε συσκευές audio των οποίων οι προδιαγραφές είναι εντός του φυσιολογικού εύρους, π.χ. μια ψηφιακή πηγή με αναλογική έξοδο περίπου 2V και έναν ενισχυτή ισχύος που αποδίδει τη μέγιστη ισχύ του γύρω στα 2V στην είσοδο, τότε έχει περισσότερο νόημα να έχετε έναν προενισχυτή ή μια μονάδα ελέγχου που λειτουργεί καλύτερα στα 2V" μου είπε ο Reis. "Αν ρυθμίσετε τον προενισχυτή μας σε Unity Gain, η μουσική ρέει με τον πιο εύκολο τρόπο, χωρίς εμπόδια, από το DAC στον ενισχυτή ισχύος. Αυτό παρέχει τη μέγιστη διαφάνεια και την ελάχιστη δυνατή παραμόρφωση."
Με ενεργοποιημένο το «Unity Gain», ένα σήμα εισόδου 2V—πλήρους κλίμακας σύμφωνα με το πρότυπο CD— φέρει αποτέλεσμα σε σήμα 2V προς τον ενισχυτή ισχύος με την ένταση του N11 ρυθμισμένη στο 70. Δύο βολτ είναι κοντά στην τάση εισόδου στην οποία οι περισσότεροι ενισχυτές ισχύος επιτυγχάνουν τη μέγιστη ισχύ τους: max-in = max-out, ή το αντίστροφο, ανάλογα με την προοπτική σας.
Ενώ τα 2V είναι το πρότυπο των περισσότερων συσκευών CD, κάποιες ψηφιακές πηγές έχουν πλήρη έξοδο που είναι αρκετά βολτ υψηλότερη. Και όμως οι περισσότεροι προενισχυτές παρέχουν περισσότερη ενίσχυση από τον Noble N11 με ενεργοποιημένο το Unity Gain, πράγμα που σημαίνει ότι χρειάζεται περισσότερη αποδυνάμωση για να επιτευχθεί το βέλτιστο επίπεδο έντασης. «Με το να μειώνετε αχρείαστα το επίπεδο και στη συνέχεια να το ενισχύετε, χάνονται οι δυναμικές και η ανάλυση, ενώ αυξάνονται ο θόρυβος και η παραμόρφωση—παράγοντες που απεγνωσμένα θέλει κανείς να αποφύγει με συστήματα υψηλής απόδοσης και υψηλής ανάλυσης,» μου είπε ο Reis. Φυσικά, ο MBL N11 μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί, με το Unity Gain ενεργοποιημένο ή απενεργοποιημένο, στις πηγές που δεν συμμορφώνονται σε αυτό το πρότυπο—απλώς μειώστε ή αυξήστε την ένταση για να αντισταθμίσετε—αλλά σε αυτήν την περίπτωση, το σύστημα δεν είναι τέλεια βελτιστοποιημένο.
Ένα σύστημα με τυποποιημένη τάση εισόδου και το Unity Gain, πρακτικά μιμείται τα συστήματα που χρησιμοποιούνται στα στούντιο mastering. Πρώτον εκμεταλλευόντας καλύτερα την διαθέσιμη ενίσχυση του συστήματος και δεύτερον επιτρέποντας τη βαθμονόμηση των επιπέδων εξόδου. «Όταν ρυθμίζετε ένα στερεοφωνικό σύστημα στο ίδιο επίπεδο έντασης με ένα σύστημα mastering, ο προενισχυτής unity-gain θα σας φέρει πιο κοντά σε αυτό που άκουγε ο μηχανικός mastering,» μου είπε ο Reis. «Στην εγκατάσταση mastering μου, ακολουθώ τις κατευθυντήριες γραμμές που καθορίζει ο Bob Katz στο βιβλίο του, Mastering Audio: The Art and the Science. Κάθε κανάλι πρέπει να μετράει 83dB κατά μέσο όρο· αυτό είναι το επίπεδο όπου, όταν η μουσική αναπαράγεται, ακούγεται όπως ακούστηκε κατά τη διάρκεια μιας συνεδρίας mastering που διενεργήθηκε από έναν πιστοποιημένο μηχανικό mastering.» Σε ένα τέτοιο σύστημα, αν το κομμάτι που ακούτε έχει μια δυναμική περιοχή πολύ ευρεία,το μέγιστο επίπεδο σήματος θα είναι 101dB, που θεωρείται επίσης βέλτιστο.»
Μερικοί ίσως δεν ενστερνίζονται τις απόψεις μου για την εξωτερική αισθητική μιας συσκευής. Είτε έτσι είτε αλλιώς, όταν βρίσκεται στο επάνω αριστερό ράφι του rack Grand Prix Monza μου, το ξεχωριστό μαύρο-και-ασημί προφίλ του N11 δημιουργεί μια όμορφη φιγούρα στην παρέα των Rossini DAC, Clock, και CD/SACD Transport της dCS, του DAC DV2 της EMM Labs, του Nucleus+ της Roon με την γραμμική τροφοδοσία HDPlex, δύο καταστολείς θορύβου QX4 της Nordost και του φίλτρου Niagara 5000 της AudioQuest.
Εκτός από τη λειτουργία Unity Gain και το εντυπωσιακό τηλεχειριστήριο (στρογγυλό, βαρύ, μελετημένο), τα υπόλοιπα (εξωτερικά) χαρακτηριστικά του N11 τον κατατάσουν ανάμεσα σε αυτούς με σύχρονο design. Στην πρόσοψή του κυριαρχεί μια έγχρωμη οθόνη TFT 5", η οποία διαβάζεται εύκολα από απόσταση 4-5 μέτρων και μπορεί να χρησιμοποιηθεί αντί του τηλεχειριστηρίου για πρόσβαση στο μενού, τις επιλογές και τον έλεγχο βασικών λειτουργιών. Στην πρόσοψη υπάρχει επίσης ένα κουμπί αναμονής (standby) και έξι «έξυπνα πλήκτρα» — πλήκτρα λειτουργιών — τρία σε κάθε πλευρά της οθόνης. Αυτά τα πλήκτρα, που απαιτούν μικρή πίεση για ενεργοποίηση, μπορούν μεταξύ άλλων να ενεργοποιούν ή να απενεργοποιούν εισόδους και εξόδους, να ορίζουν μέγιστη ένταση κατά την έναρξη (50 είναι η προεπιλογή), να επαναφέρουν τις εργοστασιακές ρυθμίσεις, να ενεργοποιούν ή να απενεργοποιούν τη λειτουργία Unity Gain και να θέτουν τον προενισχυτή σε σίγαση (mute) ή μη. Όταν το χέρι σας πλησιάζει το N11, ένας αισθητήρας αλλάζει αυτόματα την οθόνη από τη λειτουργία αναπαραγωγής σε λειτουργία διεπαφής και εμφανίζει τις διαθέσιμες ρυθμίσεις με τα πλήκτρα αφής. Σε αντίθετη περίπτωση, η οθόνη δείχνει την ένταση, ποια είσοδος είναι ενεργοποιημένη (RCA ή XLR), ποιες έξοδοι είναι απενεργοποιημένες και αν είναι ενεργοποιημένο το Unity Gain.
Στο πίσω μέρος, ο N11 διαθέτει πέντε ζεύγη εισόδων RCA, δύο ζεύγη εισόδων XLR (balanced), και ένα σετ εισόδων που μπορεί προαιρετικά να δεχθεί ένα ζεύγος RCA ως phono-stage κεφαλής κινητού πηνίου, είτε εναλλακτικά ένα τρίτο ζεύγος XLR.Το δείγμα δοκιμής διέθετε το ζεύγος XLR και όχι το phono-stage. Συνολικά βρίσκουμε πέντε ζεύγη μεταβλητών εξόδων είναι χωρισμένα σε δύο ομάδες, των RCA και XLR. Υπάρχουν δύο σταθερές έξοδοι, μία RCA και μία XLR. Υπάρχει επίσης ένας ακροδέκτης γείωσης για πικάπ, δύο MBL SmartLinks (για άλλα προϊόντα MBL, τα οποία δεν διέθετα), μια είσοδο ενημέρωσης (την οποία δεν χρησιμοποίησα), και τη βασική θήκη ασφάλειας/είσοδο IEC όπως φυσικά και τον διακόπτη τροφοδοσίας. Στο πάνω μέρος υπάρχει ένα φωτιζόμενο κυκλικό λογότυπο που λειτουργεί και ως έλεγχος φωτεινότητας για την οθόνη. Όλα στον N11 έχουν αυτό που λέμε, μια λογική διάταξη.
Επειδή τα δύο DAC αναφοράς μου, ο συνδυασμός DAC/Clock του dCS Rossini και το DAC DV2 της EMM Labs, έχουν πολύ διαφορετικές ηχητικές αποδόσεις που προκαλούν διαφορετικές συναισθηματικές αντιδράσεις, χρησιμοποίησα και τους δύο στην αξιολόγησή μου Για τον Rossini, επέλεξα την διαδρομή Map 1, έξοδο 2V και τα συνιστώμενα φίλτρα για κάθε ανάλυση· για τον DV2, η έξοδος του μετατροπέα ήταν ρυθμισμένη στο υψηλό επίπεδο. Οι έλεγχοι έντασης και στα δύο DAC ήταν ρυθμισμένοι στο μέγιστο για να αποφευχθεί οποιαδήποτε παρέμβαση. Ένα καλώδιο USB Nordost Valhalla 2 μετέφερε το σήμα από το Roon Nucleus+ στους μετατροπείς και από εκεί, πήγα με XLR καλώδιο (balanced) Nordost Odin 2 στο N11, και από το N11, πάλι με XLR, προς τους μονομπλόκ D'Agostino Progression.
Ρύθμιση του ήχου
Στη σύνθεση του συνόλου αναφοράς μου, διαπίστωσα ότι οι επιλογές για τη ρύθμιση του ήχου περιλαμβάνουν την εναλλαγή μεταξύ διαφορετικών 1) γκρι και ασημένιων σφαιρών στα πέλματα του rack Grand Prix Apex που υποστηρίζουν, 2) καλωδίων, και 3) βάσεων εξοπλισμού. Για να αλλάξω τις "σφαίρες" σττην βάση ενός rack 90 κιλών γεμάτου εξοπλισμό πάλι, χρειάζομαι τη βοήθεια ατόμων από το γυμναστήριο μου! Η αλλαγή καλωδίων μπορεί να φέρει σημαντικές ηχητικές μεταβολές που δυσκολεύουν την αναγνώριση της αιτίας, αλλά ακούγονται και αποδίδουν αλλαγές 'στην βάση' του ήχου. Έτσι, όταν αποκτώ νέο εξοπλισμό, είναι πιο πρακτικό να αλλάζω μερικά πράγματα μέχρι να βρω τον καλύτερο συνδυασμό.
Πριν ξεκινήσει η αξιολόγηση, είχα τα Nordost Sort Kones (κυρίως Τιτάνιο) κάτω από τον βασικό εξοπλισμό και συσκευές φίλτρων ρεύματος, καθώς και πέλματα στήριξης Ansuz Darkz T2S με προαιρετικές σφαίρες Τιτανίου κάτω από την τροφοδοσία HDPlex, το Roon Nucleus+ και τους μονομπλόκ D'Agostino Progression. Όταν ξεκίνησα να εξετάζω πώς αλληλεπιδρά το N11 με το σύστημα αναφοράς μου, ήταν η στιγμή να… προχωρήσω προς την αξιολόγηση.
Είσοδος στη σκηνή
Καθώς άρχισα να ακούω, θυμήθηκα ένα πρόσφατο email από τον Ned Kuehn, τον οποίο συνάντησα στο Florida Audio Expo 2019. Ο Kuehn, που είχε παίξει σε μπάντα και ορχήστρα, έγραψε ότι πρόσφατα δοκίμασε τον προενισχυτή Benchmark LA4 και ανακάλυψε πως οι «λεπτομέρειες, το βάθος, η απόσβεση και οι διαστάσεις» τον μετέφεραν στον χώρο ηχογράφησης, προσφέροντας κάτι καλύτερο από τον έλεγχο έντασης του dCS Vivaldi DAC. Το email του Kuehn ενέπνευσε κάποιους από τους διαλόγους μου με τον Reis. Με ώθησε επίσης να ερευνήσω πώς ο MBL N11 θα μπορούσε να βελτιώσει τον ήχο που αποδίδεται από τους ρυθμιστές-ελεγκτές έντασης των DAC dCS Rossini και EMM Labs DV2.
Χρησιμοποιώντας τον μετατροπέα Rossini DAC/Clock και τον MBL N11 για την ακρόαση ενός από τα πιο απαιτητικά κομμάτια της συλλογής μου—το πρώτο μέρος από την ψηφιακή κυκλοφορία της Συμφωνικής του Σαν Φρανσίσκο των Τριών Κομματιών για Ορχήστρα του 12τονικού δασκάλου Alban Berg (24/192 WAV, SFS Media SFS0070)—ο N11 πρόσθεσε μια διακριτική ζεστή και βελούδινη αίσθηση στον ήχο. Αυτή η επίδραση παρέμεινε σταθερή ανεξαρτήτως του μουσικού υλικού που άκουγα. Στην ηχογράφηση των Chansons de Bilitis του Debussy από τους Marianne Crebassa και Fazil Say από το άλμπουμ Secrets (24/96 WAV, Erato 564483), ο N11 ανέδειξε την ζεστασιά κάθε νότας.
Στρέφοντας την προσοχή μου σε ένα από τα πιο συναρπαστικά άλμπουμ που δεν είχα χρόνο στο παρελθόν να αξιολογήσω, το Clytemnestra (24/96 FLAC/Qobuz, BIS-2408) από την υψίφωνο Ruby Hughes και την Εθνική Ορχήστρα της Ουαλίας υπό τον Jac van Steen, με συνεπήρε περισσότερο το χρώμα της φωνής και της ορχήστρας παρά η υπερβολή της ερμηνείας της Hughes στα Rückert-Lieder του Mahler. Στα έργα Altenberg-Lieder του Berg, όμως, η ομορφιά της μουσικής, τα πλούσια ηχοχρώματα και η πληρότητα του ήχου του μπάσου με κατέκτησαν. Ο προενισχυτής N11 με οδήγησε στην καρδιά μιας μουσικής εμπειρίας, επιτρέποντάς μου να ακούσω τις λεπτές αλλαγές στην ερμηνεία, τις δυναμικές και τα ηχοχρώματα, που είναι η πύλη προς την "ηχητική αλήθεια" πίσω από τις νότες.
Το Clytemnestra ήταν το πρώτο άλμπουμ που χρησιμοποίησα για να δοκιμάσω τη ρύθμιση επιλογής Unity Gain του N11. Η εμπειρία σίγουρα άλλαξε όταν ενεργοποιήθηκε το Unity Gain—η ηχητική σκηνή μετακινήθηκε πιο πίσω και ο ήχος κατέληξε λιγότερο ανοιχτός, χάνοντας σε διαφάνεια και μπάσο. Όταν αφαίρεσα τον προενισχυτή από την αλυσίδα και βασίστηκα αποκλειστικά στον έλεγχο έντασης του Rossini, η ηχογράφηση φαινόταν πιο ανοιχτή και εκτεταμένη. Άραγε η προοπτική που αποδίδει η ρύθμιση Unity Gain του N11 ήταν πιο πιστή στην πηγή, και απλώς είχα συνηθίσει τον ήχο του Rossini από μόνο του; Αυτή φαίνεται να είναι και η υπόθεση στα σχόλια του Jürgen Reis. Χρειάστηκε περισσότερος πειραματισμός.
Μένoντας στην κλασική φωνητική μουσική, άκουσα hi-rez αρχεία από μια ηχογράφηση που είχα πρόσφατα κριτικάρει, το Lieder • Songs του Ludwig Von Beethoven, με τον βαρύτονο Matthias Goerne και τον πιανίστα Jan Lisiecki (24/96 WAV, DG 4838351). Ο ήχος του N11 με απενεργοποιημένο το Unity Gain ήταν εξαιρετικός—ανοιχτός, ζεστός και εξαιρετικά διαφανής, με μια λάμψη στο πιάνο που δημιουργούσε αντίθεση με τη μεγαλειώδη φωνή του Goerne και με έκανε να θέλω να ακούσω περισσότερο. O MBL N11 διευκρίνιζε τις ανεπαίσθητες τονικές διαφορές και τις πολυάριθμες αρμονικές και υπο-αρμονικές της φωνής του Goerne, αποδίδοντας παράλληλα στο πιάνο μια πιο λαμπερή υφή. Αυτό που με συγκίνησε περισσότερο από τη ζεστασιά, τη γλυκύτητα και τη βελούδινη απαλότητα του N11 ήταν η ικανότητά του να με μεταφέρει πιο βαθιά στην ερμηνεία.
Ωστόσο, η εναλλαγή στο Unity Gain έδωσε ξανά την αίσθηση ότι η φωνή του Goerne γινόταν λίγο λιγότερο προσιτή και άμεση, σαν να στεκόταν πίσω από ένα λεπτό, ημιδιαφανές πέπλο. Αφού απήλαυσα τη σκηνή "αγάπης" από το Οθέλλος του Verdi, στη νέα ηχογράφηση με τον τενόρο Jonas Kaufmann, τη σοπράνο Federica Lombardi και την Ορχήστρα και Χορωδία της Εθνικής Ακαδημίας της Σάντα Τσετσίλια υπό τη διεύθυνση του Antonio Pappano (24/96 WAV, Sony 611967), συνέχισα με επιλογές από τον ευρύτερο κόσμο της μη κλασικής μουσικής.
Κοιτάζοντας τις επιλογές του Records to Die For στο τεύχος Φεβρουαρίου 2020 του Stereophile και κριτικές από διάφορα τεύχη, παρατήρησα κομμάτια όπως το “Naima (Take 1)” από τη νέα ηχογράφηση του John Coltrane Blue World (24/192 WAV), το “They Say It's Wonderful” από τον John Coltrane και τον Johnny Hartman (24/48 MQA/Tidal), το “I Could Write a Book” από το Our Man in Jazz του Sonny Rollins (16/44.1 FLAC/Tidal), και τα ομότιτλα κομμάτια από το The Hurting Kind του John Paul White (24/96 FLAC/Qobuz), το Mr. Machine των Brandt Bauer Frick Ensemble (16/44.1 FLAC/Qobuz), και το Sun Song του Sun Ra (16/44.1 FLAC/Tidal). (Το μουσικό ενδιαφέρον του Sun Song υπερέχει ξεκάθαρα από την ποιότητα ήχου του.) Στο πρόγραμμα προσέθεσα ένα εξαιρετικά συναρπαστικό, αέρινο και αποκαλυπτικό κομμάτι σύγχρονης μουσικής από μια χορωδιακή ηχογράφηση του Morten Lindberg: το Mellom skyrene της Kristin Bolstad, από τους Stemmeklang στο άλμπουμ Tomba sonora (2L-155, 24/352.8 MQA/Tidal). Αποφάσισα επίσης να απολαύσω τη hi-rez έκδοση του Higher της Patricia Barber (24/352.8 WAV, AS0171), την οποία πρόσφατα μου έστειλε ο ηχολήπτης Jim Anderson. Ακούγοντας αυτά τα κομμάτια ξανά και ξανά, αλλάζοντας μεταξύ της αποκλειστικής χρήσης του DAC Rossini και της συνδυαστικής χρήσης του Rossini με τον MBL N11, επιβεβαίωσα μερικά σημεία. Παρόλο που ο N11 αποκαλύπτει λεπτομέρειες και προσδίδει μια γλυκιά, λαμπερή ζεστασιά στις ηχογραφήσεις, το χαρακτηριστικό του Unity Gain, όταν χρησιμοποιείται με αυτό το DAC, αναφέρω ως να μειώνει την πολυπλοκότητα των ηχοχρωμάτων, τον πλούτο και τη διαφάνεια του ήχου—εκτός αν αλλάξω τα υποστηρίγματα κάτω από τον Roon Nucleus+ server/streamer και το HDPlex τροφοδοτικό. Ακόμα και μετά από διάφορες δοκιμές με τα υποστηρίγματα που είχα διαθέσιμα, δεν κατάφερα να πετύχω τον ήχο ακριβώς όπως τον ήθελα.
Η τελευταία πράξη
Ήρθε η ώρα να συνδέσω το DAC EMM Labs DV2, το οποίο έχει πολύ διαφορετική ηχητική προσέγγιση-χαρακτήρα. Αυτό το DAC ίσως περιορίζει τη λαμπρότητα των υψηλών συχνοτήτων και ακούγεται λιγότερο ανοιχτό, αλλά προσφέρει ισχυρότερο και πιο σφιχτό μεσαίο και χαμηλό εύρος. Με ελάχιστη ρύθμιση στα υποστηρίγματα—μετάβαση στα Nordost Titanium Sort Kones κάτω από το HDPlex LPS που τροφοδοτεί τον Roon Nucleus+ music server/streamer, το εξωτερικό USB hub, και το τελικό Sonore optical Module—το προενισχυτικό στάδιο της MBL N11 φαινόταν ο ιδανικός συνδυασμός. Το Unity Gain του N11 προσέφερε τον καλύτερο έλεγχο των μπάσων που έχω ακούσει στο σύστημά μου, εκτός ίσως από τον εξαιρετικά ακριβό D'Agostino Momentum HD preamp προενισχυτή ($40,000). Επίσης, το Unity Gain μείωσε κάποιες "θορυβώδεις" κορυφές σε ορισμένες ηχογραφήσεις, καθιστώντας την ακρόαση πιο ευχάριστη. Η τονικότητα ήταν ακριβείς, τα χρώματα των ηχογραφήσεων ποικιλόμορφα και ενδιαφέροντα και η εμπειρία της ακρόασης απολαυστική.
«Θεέ μου, πόσο βοηθάει το N11», σημείωσα, καθώς η ακρόαση πλησίαζε στο τέλος της. Συγγνώμη για την καθυστερημένη βόλτα, σκυλάκια μου, αλλά ο μπαμπάς έχει δουλειά να κάνει !
Μια μέρα αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας συνομιλίας με έναν γείτονα από το East Oakland, αναφέρθηκε η αγάπη του για το “Stairway to Heaven” των Led Zeppelin. Βρήκα μια remastered έκδοση υψηλής ανάλυσης του Led Zeppelin IV (24/96 MQA/Tidal) και έμεινα έκθαμβος από το πώς ο συνδυασμός DV2/N11 μου επέτρεψε να νιώσω πόσο απτή ήταν η κιθάρα και να ακούσω ξεκάθαρα τις υφές κάθε οργάνου. «Απλά τέλειο», έγραψα, καθώς προσπαθούσα να μεταδώσω στον γείτονά μου μέσω τηλεφώνου ένα κλάσμα από αυτό που άκουγα. «Ποτέ δεν έχω ακούσει τους Led Zeppelin τόσο καλά σε εκθέσεις ήχου. Οι εισαγωγές των τυμπάνων είναι συναρπαστικές, και η μουσική ακούγεται εκπληκτική όταν όλα απογειώνονται».
Αυτό με οδήγησε να στραφώ στο remaster του 2011 ενός άλλου κλασικού, του Dark Side of the Moon των Pink Floyd (16/44.1 FLAC/Tidal ή Qobuz). Και πάλι, μαγεύτηκα από το ζεστό χαμόγελο του N11, που σε αυτή την περίπτωση ενισχύθηκε από τη ρευστή και ζεστή παρουσίαση του Unity Gain, τον άψογα ελεγχόμενο ήχο των χαμηλών συχνοτήτων και τη σαφήνεια στις χαμηλές συχνότητες.
Η αποθέωση
Σχεδιασμένος για τέλεια συνεργασία με τα υπόλοιπα μοντέλα της σειράς MBL Noble Line, ο N11 φέρνει έναν βελούδινο, διακριτικά ζεστό και εξαιρετικά απολαυστικό χαρακτήρα ήχου στο σύστημα, καθιστώντας την ακρόαση απολαυστική. Αποδείχθηκε και η καλύτερη επιλογή για ένα από τα DAC μου. Το λεγόμενο Unity Gain του προενισχυτή N11 παρέχει ευελιξία και δυνητικά την ιδανική αρμονία που λείπει από πολλά άλλα προενισχυτικά. Στο σύστημά μου, ωστόσο, τα αποτελέσματά του εξαρτώνταν από το DAC και τις ρυθμίσεις του. [Η ενεργοποίηση του Unity Gain:] Με έναν ψηφιακό μετατροπέα μου, άφησε ερωτηματικά για το αν με πλησίαζε ή με απομάκρυνε από την οπτική και προτίμηση των παραγωγών της ηχογράφησης και των καλλιτεχνών· με τον άλλο, μου άφησε την αίσθηση ότι ήταν ακριβώς αυτό που χρειαζόμουν για την απόλυτη αρμονία.
Ο MBL N11 μπορεί να χαρακτηριστθεί και ως μια εμπειρία που δε θα θέλεις ποτέ να τελειώσει. Και μόνο που το σκέφτομαι, ήδη μου λείπει η παρουσία του στο σύστημά μου!
Τεχνικά χαρακτηριστικά :
Solid-state, stereo line προενισχυτής με ενσωματωμένο το στάδιο "MBL Unity Gain," τηλεχειρισμό και το MBL SmartLink connectivity. Είσοδοι: 5 ζεύγη single-ended (RCA), 2 ζεύγη balanced (XLR), και προαιρετικά phono-stage MC (RCA) ή 3ο ζεύγος balanced (XLR). Έξοδοι: 5 ζεύγη σε δύο γκρούπ 2 single-ended (RCA) + 1 balanced (XLR), 1 single-ended (RCA) + 1 balanced (XLR)—και 2 ζεύγη fixed outputs, 1 single-ended (RCA) & 1 balanced (XLR). Αντίσταση εισόδου: 2.3k ohms (CD-In), 10k ohms (XLR-In), 50k ohms (Aux-In), 100 ohms (optional MC-In/internally adjustable). Αντίσταση εξόδων: 100 ohms (RCA), 200 ohms (XLR). Voltage gain: Για RCA & XLR out, 0dB στην επιλογή Unity Gain, 8dB στην επιλογή Regular Gain. Συχνοτική απόκριση: DC–200 kHz (RCA & XLR) σε όλες τις line-level εισόδους και εξόδους. S/N (A-weighted): 123dB (RCA), 117dB (XLR) στο Unity Gain mode. THD+N: <0.001% επίπεδα παραμόρφωσης. Maximum έξοδος: 8V RMS (XLR & RCA).
Τιμή: 15.250 ευρώ (με ΦΠΑ).
Τα μοντέλα της θρυλικής high-end audio MBL θα τα βρείτε στο web shop μας και φυσικά θα τα ακούσετε στα showrooms της Heaven Audio !
Validate your login