Tannoy Stirling Prestige Gold Reference Ηχείο Δαπέδου [ Δοκιμή: Stereophile ]

Tannoy Stirling Prestige Gold Reference Ηχείο Δαπέδου [ Δοκιμή: Stereophile ]

Tannoy Stirling Prestige Gold Reference Ηχείο Δαπέδου

[ Απόδοση Δοκιμής από: Stereophile magazine 2022 ]

Η Tannoy ιδρύθηκε το 1926 στο Λονδίνο από τον Guy R. Fountain με την αρχική επωνυμία Tulsemere Manufacturing Company. Το όνομα Tannoy είναι ένας συνδυασμός των λέξεων "tantalum" και "alloy" (κράμα), εμπνευσμένο από ένα κράμα τανταλίου-μολύβδου που χρησιμοποιούσαν τότε σε διατάξεις ανορθωτών τάσεως. Η εταιρεία απέκτησε την τρέχουσα εμπορική της ταυτότητα το 1928. Κατά τα χρόνια του πολέμου και έπειτα, εξειδικεύτηκε σε συστήματα επαγγελματικού ήχου, τα γνωστά ως "PA". Στο Ηνωμένο Βασίλειο μάλιστα, το όνομα "Tannoy" έχει γίνει πια συνώνυνο, γενικός όρος όταν κάποιος εννοεί τα συστήματα "PA", με αναφορά ακόμη και στο Λεξικό της Οξφόρδης.

Το 1947, στα 20 χρόνια της λειτουργίας της, η Tannoy παρουσίασε το Dual Concentric drive unit, την ομοκεντρική μονάδα ηχείου δηλαδή, η οποία αποτέλεσε τα θεμέλια για την εμπορική της επιτυχία σε σπίτια και στούντιο. Μέχρι τη δεκαετία του '70, η Tannoy ήταν ένας από τους πιο γνωστούς κατασκευαστές στούντιο ηχείων παγκοσμίως. Τη δεκαετία του 1990 όμως, η Tannoy επεκτάθηκε και στον τομέα του οικιακού ήχου αλλά και εγκαταστάσεων, με τα ηχεία οροφής της να χρησιμοποιούνται σε πολλά εστιατόρια και εκκλησίες, επαναφέροντας την και πάλι σε σχέση με τα "PA" συστήματα.

Η εστίαση και o επαγγελματικός ήχος, την οδήγησε σε εξαγορά της το 2002 από τη δανέζικη εταιρεία επαγγελματικού ήχου TC Electronics, με αποτέλεσμα τη δημιουργία της νεότερης TC Group. Το 2015, η TC Group εξαγοράστηκε από την Music Group, μια εταιρεία holding με έδρα τις Φιλιππίνες που επικεντρώνεται στον επαγγελματικό ήχο. Η Music Group μετονομάστηκε και αυτή στη συνέχεια σε Music Tribe, λίγα χρόνια αργότερα. Μετά την τελευταία εξαγορά, οι νέοι ιδιοκτήτες ανακοίνωσαν τη μεταφορά της παραγωγής της Tannoy από τη Σκωτία στην Κίνα και το κλείσιμο του σκωτσέζικου εργοστασίου. Αυτό οδήγησε αρκετό προσωπικό της να αποχωρήσει, δημιουργώντας τοπική αναστάτωση, με τον Pete Townshend να υποστηρίζει τελικά τη διατήρηση της παραγωγής των ηχείων στη Σκωτία. Με αυτά τα δεδομένα πλέον και μέσα σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα, η Music Group ανακοίνωσε ότι η παραγωγή των ηχείων Tannoy συνεχίζεται κανονικά στη Σκωτία, εντός μιας νέας μονάδας παραγωγής!

Σήμερα, το παλιό εργοστάσιο της Tannoy εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά φαίνεται πως προορίζεται να μετατραπεί σε κάτι διαφορετικό. Το ερώτημα που παραμένει είναι, πού κατασκευάζονται πλέον τα ηχεία της, συγκεκριμένα τα κλασικά μοντέλα με ξύλινη καμπίνα όπως τα Canterbury, Westminster, και το Stirling Prestige Gold Reference; Κατασκευάζεται κάτι στο νέο εργοστάσιο στη Σκωτία; Σύμφωνα με τον κ.Kevin Deal της Upscale Audio Distribution (το 2022), διανομέα της Tannoy στις ΗΠΑ, "Ναι, υπάρχει ένα νέο εργοστάσιο στη Σκωτία. Οι καμπίνες κατασκευάζονται σε εργοστάσιο επίπλων στην Πολωνία εδώ και δεκαετίες, όπως παλιά και αυτό συνεχίζεται. Τα ηχεία, οι οδηγοί και τα crossover της Tannoy, όλα χειροποίητα στην Σκωτία." Στο πίσω μέρος κάθε ηχείου, υπάρχει και σήμερα πλαίσιο που αναφέρει "Σχεδιασμένο, μηχανολογημένο και κατασκευασμένο στο Ηνωμένο Βασίλειο."

Τεχνικά & Ιστορία της Tannoy

Ο αρχικός οδηγός-μονάδα των ηχείων τύπου Dual Concentric (από το μοντέλο Monitor Black του 1947) αναπτύχθηκε από τον μηχανικό της Tannoy, Ronnie H. Rackham. Αυτός ο οδηγός συνδύασε 15" γούφερ με ένα τουίτερ, όπου ο κώνος (του γούφερ) λειτουργούσε ως χωνί ευρείας διασποράς και για το τουίτερ. Η σχεδίαση Dual Concentric επέτρεψε τη χρήση του ιδίου  μαγνήτη για τα πηνία φωνής των τουίτερ & γούφερ, με τον κώνο του γούφερ να ενισχύει πρακτικά και την μονάδα των υψηλών. Ο στόχος ήταν η προσομοίωση μιας σημειακής πηγής, με βέλτιστα χαρακτηριστικά διασποράς.

Ο οδηγός Dual Concentric χρησιμοποιήθηκε σε πολλά κλασικά ηχεία του κατασκευαστή, όπως τα Cheviot, Balmoral, Caernarvon, Arundel, και Edinburgh. Η Tannoy βελτίωσε τη σχεδίαση επί δεκαετίες, δημιουργώντας μονάδες που θεωρούνται πλέον συλλεκτικές: Monitor Black, Silver, Red, Gold, HPD, Royal Blue, όπως και άλλες σειρές.

Η χρονογραμμή της Tannoy περιλαμβάνει σημαντικά επιτεύγματα:

  • Το 1967, μια σημαντική ανασχεδίαση της μονάδας Dual Concentric στο μοντέλο Monitor Gold.
  • Το 1973, η ηχογράφηση του The Dark Side of the Moon με χρήση studio monitors της Tannoy που φέρουν μονάδα Gold concentric.
  • Το 1978, η εισαγωγή μαγνητών από ανισοτροπικό φερρίτη, αντικαθιστώντας τους Alnicos στα high-end μοντέλα της Tannoy..
  • Το 1982, η εισαγωγή της σειράς Prestige.
  • Το 1992, η εισαγωγή της σειράς Tulip Waveguide Prestige, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου Stirling.
  • Το 1999, η εισαγωγή του οδηγού Prestige Dual Concentric με περίβλημα twin-roll από ύφασμα.
  • Το 2006, η εισαγωγή της σειράς Prestige SE, συμπεριλαμβανομένου του Stirling SE.
  • Το 2013, η εισαγωγή της σειράς Gold Reference, συμπεριλαμβανομένου του Stirling Prestige Gold Reference, του ηχείου που ενσωματώνει όλες τις τεχνολογίες που αναφέρθηκαν, όπως των οδηγών Dual Concentric, των μαγνητών Barium Ferrite, των Tulip Waveguides, και των περιβλημάτων HE fabric.
 

Παρότι ο κατασκευαστής δεν συνηθίζει να το γιορτάζει, υπάρχουν πολλοί λόγοι για να 'γιορτάσουμε' εμείς: Το σύστημα οδηγού Dual Concentric της Tannoy συμπληρώνει φέτος 75 χρόνια (το 2022) και η σειρά Stirling γιορτάζει την 40ή της επέτειο! Η τρέχουσα έκδοση—το Stirling Prestige Gold Reference—παραμένει αμετάβλητη καθώς πλησιάζει την 10η επέτειό της το 2023. Πώς τα πάει λοιπόν, πως βλέπουμε την Tannoy σήμερα;

Σχεδιασμός

Το μοντέλο Stirling μπορεί να παρουσιάστηκε το 2013, αλλά αισθητικά είναι ένα προϊόν της δεκαετίας του 1970. Η όμορφη καμπίνα του κατασκευάζεται από MDF και κόντρα πλακέ σημύδας, με φινίρισμα από καπλαμά καρυδιάς και έπειτα επεξεργασία λαδιού. Με την Tannoy είναι σίγουρο, απολαμβάνεις τόσο τον ήχο όσο και την αισθητική κληρονομιά της ! Ένα χαρακτηριστικό που ξεφεύγει από την παράδοση του νέου Stirling είναι οι  'θυρίδες', οι οποίες αποτελούνται από τρεις λεπτές σχισμές κατά το κάθετο μήκος των άκρων της μπροστινής πλευράς της καμπίνας, εκτεινόμενες σχεδόν σε όλο το ύψος της. "Ναι, οι θυρίδες είναι σαν όπες (bass reflex) στις πλευρές της μπάφλας," έγραψε ο Kevin Deal της Upscale Distribution. "Οι διαστάσεις τους  δεν δίνονται, αλλά έχουν υπολογιστεί για να προσφέρουν την καλύτερη απόκριση μπάσων από αυτή την καμπίνα."

Το ηχοπερατό προστατευτικό, η "μάσκα" του Stirling, πάχους 1", είναι η πιο βαριά και πιο παχειά που έχω δει ποτέ σε ηχείο. Το ηχοπερατό ύφασμα και προστατευτικό θυμίζει σακάκι από τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας του '60 ! Συγκρατείται μαγνητικά και στηρίζεται από τον ίδιο μηχανισμό που χρησιμοποιούνταν στα παλαιότερα ηχεία της Tannoy, και η αφαίρεση του γίνεται με την χρήση ενός επιχρυσωμένου κλειδιού που βρίσκεται κοντά στη βάση των ηχείων. "Αυτό είναι ένα κλασικό σχέδιο της Tannoy," εξήγησε ο Deal. "Οι οπαδοί λατρεύουν τη μεγάλη αυτή πρόσοψη-"μάσκα" του μοντέλου και το κλειδί για την αφαίρεσή της. Η Tannoy αποφεύγει τη χρήση πλαστικών στηριγμάτων σε αυτό το σχέδιο. Οι ιδιοκτήτες πάντως έχουν κάθε δικαίωμα να την αφήνουν είτε επάνω, είτε εκτός των ηχείων." Στο πίσω μέρος των Stirling, τέσσερις μεγάλοι και στιβαροί ακροδέκτες (μπόρνες) σύνδεσης επιτρέπουν τη διπλή καλωδίωση (bi-wiring). Ένας πέμπτος ακροδέκτης προσφέρει τη δυνατότητα γείωσης με το σασί του ενισχυτή, πιθανότατα για μείωση λήψης ηλεκτρομαγνητικών παρεμβολών (EMI). Τέσσερις παχείς, χρωματικά κωδικοποιημένοι αγωγοί περιλαμβάνονται για να συνδέουν τους ακροδέκτες υψηλής και χαμηλής συχνότητας ως jumpers, σε κάθε επιθυμητή περίπτωση.

Στη συσκευασία περιλαμβάνονται ακόμη δύο μικρά βιβλιαράκια σε μια θήκη δερματίνης με χρυσή κορδέλα. Το ένα είναι το πιστοποιητικό ποιότητας, στο δείγμα δοκιμής με ημερομηνία 19/11/2019—πιθανώς η ημερομηνία κατασκευής των ηχείων—και περιλαμβάνει υπογραφές έγκρισης σε διάφορα στάδια της παραγωγής: επιθεώρηση καμπίνας και 'μάσκας', συναρμολόγηση μονάδων, συναρμολόγηση του πίνακα ακροδεκτών και ακουστική δοκιμή, συμπεριλαμβανομένων και ακουστικές δοκιμές υψηλής ισχύος-στάθμης. Το άλλο βιβλιαράκι είναι ένα πλούσιο σε πληροφορίες εγχειρίδιο χρήστη, το οποίο περιλαμβάνει και ενότητα για την ιστορία της Tannoy, γεμάτη παλιές φωτογραφίες του τότε εργοστασίου της Tannoy όπως και λεπτομερείς οδηγίες εγκατάστασης. Περιλαμβάνεται επίσης ένα τενεκεδάκι με κερί ξύλου προς περιποίηση της καμπίνας. Να σημειώσουμ, πως το μοντέλο της δοκιμής έφτασε άριστα συσκευασμένο.

Ο οδηγός-μονάδα της Tannoy.

"O σχεδιασμός Dual Concentric της Tannoy θεωρείται ένας δίδρομος, χρονικά ευθυγραμμισμένος, μερικώς φορτισμένος σε χοάνη, ομοαξονικός οδηγός." έγραψε ο Kevin Deal στο email του προς εμάς. "Ο όρος Dual Concentric δεν αναφέρεται σε έναν δίδρομο ή ομοαξονικό οδηγό, αλλά σε έναν οδηγό που είναι ομοκεντρικός (μοιράζεται το ίδιο κέντρο) σε δύο διαστάσεις: στον άξονα και κάθετα στον άξονα. Το κέντρο είναι το σημείο προέλευσης του ήχου. Αυτό καθιστά το Tannoy Stirling ένα πραγματικό ηχείο σημειακής πηγής και όχι απλώς ένα ομοαξονικό ηχείο. Ενσωματώνοντας τον οδηγό υψηλών συχνοτήτων εντός και στον ίδιο άξονα με τον οδηγό χαμηλών συχνοτήτων, η Tannoy ευθυγράμμισε τη φάση και εξασφάλισε σταθερότητα στην εικόνα του ήχου."

Το τουίτερ της ομοκεντρικής μονάδας Dual Concentric χρησιμοποιεί έναν οδηγό θόλου από κράμα αλουμινίου-μαγνησίου και όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, την λογική Point Source Tulip Waveguide της Tannoy. Το γούφερ αποτελείται από έναν κώνο 10 ιντσών χαρτοπολτού με περιφέρεια υφάσματος twin-roll και ένα πηνίο φωνής διαμέτρου 1 5/8" (42mm).  Όπως αναφέρεται, η σκληρή περιφέρεια από εμποτισμένο ύφασμα στο γούφερ, βρίσκεται εκεί ως αποθηκεύει λιγότερη ενέργεια και προσφέρει έναν πιο γρήγορο και ακριβή ήχο από τους προκατόχους του," πρόσθεσε ο Kevin Deal.

"Ο οδηγός υψηλών συχνοτήτων προκρίνεται εδώ ως σημαντικού δυναμικού εύρους," έγραψε ο Deal. "Το Tulip Waveguide πρακτικά είναι μια συσκευή χαμηλής συμπίεσης και αντιστάθμισης της φάσης που επιτρέπει στον οδηγό-μονάδα να επιδεικνύει υψηλά επίπεδα δυναμικής με μικρή ισχύ. Ο 'λαιμός' του κώνου της μονάδας χαμηλών συχνοτήτων, παρέχει έναν δεύτερο οδηγό κυμάτων με μετασχηματισμό ακουστικής αντίστασης, ώστε να ταιριάζει στην ακτινοβολία υψηλών συχνοτήτων στο περιβάλλον ακρόασης." Επίσης, η μονάδα Dual Concentric του Stirling χρησιμοποιεί μαγνήτες νεοδυμίου και σασί από χυτό μέταλλο. Το crossover των ηχείων υλοποιεί τους πυκνωτές ICW ClarityCaps για τα κυκλώματα υψηλών συχνοτήτων και μεταλλικούς πυκνωτές για τις χαμηλές συχνότητες. Για τη σύνδεση των μονάδων-οδηγών και του crossover με τον έξω κόσμο, το Stirling χρησιμοποιεί ως εσωτερική καλωδίωση την van den Hul CS-18, επάργυρους δηλαδή αγωγούς.Το μοντέλο της δοκιμής μας Stirling Prestige Gold Reference έχει ύψος 33.5", πλάτος 15.5", βάθος 14.5", και ζυγίζει 50.7 λίβρες. Η ονομαστική του αντίσταση είναι 8Ω και η ευαισθησία του 91dB/2.83V/m, που μαζί το καθιστούν εξαιρετικά εύκολο να οδηγηθεί από κάθε ενισχυτή. Η αναφερόμενη συχνότητα απόκρισης είναι από 39Hz έως 46kHz, με απόκλιση -6dB." Τα ηχεία κατασκευάζονται ένα προς ένα σε ταιριαστά ζευγάρια, πλήρως τελειωμένα και ελεγμένα πριν πραγματοποιηθούν οι δοκιμές," πρόσθεσε ο Deal. "Ένα κομμάτι δοκιμής συγκρίνεται με ένα ηχείο αναφοράς που ορίζεται ως τέλειο δείγμα, γνωστό ως Gold Sample. Το νεοκατασκευασμένο ηχείο δοκιμάζεται στη συνέχεια με βάση αυτές τις μετρήσεις."

Setup

Οι ηχεία Stirling απαιτούσαν περισσότερη προσοχή στην τοποθέτηση από την συνήθη πρακτική της απομάκρυνσης από τους τοίχους και της κλίσης τους προς τα μέσα. Η Tannoy προτείνει την τοποθέτηση των ηχείων έτσι ώστε οι άξονες προβολής τους να διασταυρώνονται σε ένα σημείο λίγο πιο μπροστά από τη θέση ακρόασης. Επίσης, συμβουλεύει τα ηχεία Stirling να μην εδραιωθούν πιο κοντά από 1μ .από τους πλαϊνούς τοίχους και τουλάχιστον 0,5μ από τον πίσω τοίχο. Κατέληξα να τοποθετήσω τα ηχεία σε απόσταση 42" (106,7 cm) από τον πίσω τοίχο, 60" (152,4 cm) απόσταση από tweeter σε tweeter, και 8' (2,4μ) από την άνετη καρέκλα ακρόασης μου. Αν άκουγα σε μεγαλύτερο δωμάτιο, τα ηχεία Stirling, πιθανώς θα με είχαν "στείλει" πιο μακριά. Σε άνετη καθιστή θέση, τα αυτιά μου βρίσκονται λίγο πιο πάνω από το επίπεδο των tweeter. Κάποιος μου πρότεινε να "καμπουριάσω" για λίγο ώστε να έρθουν ακριβώς στο ύψος μου, αλλά διαπίστωσα ότι κάτι τέτοιο δεν είχε μεγάλη ηχητική διαφορά.

Μαζί με την παραδοσιακή τεχνολογία, τα Stirling ενσωματώνουν ένα ενδιαφέρον χαρακτηριστικό που η Tannoy ονομάζει έλεγχο ενέργειας, το οποίο επιτρέπει την προσαρμογή της εξόδου των πρίμων. Η απόκριση των πρίμων μπορεί να ρυθμιστεί στην μπροστινή πλευρά των ηχείων από την επιλογή Level (κέντρο) προς το +3,0 και +1,5 στα αριστερά, ή προς το –1,5 και –3,0 στα δεξιά, κάτι που φάνηκε λίγο αντίθετο προς τη λογική. Η αλλαγή στον ήχο δεν ήταν μικρή ή ανεπαίσθητη και χρειάστηκε χρόνος για να καταλήξω στην καλύτερη ρύθμιση πρίμων για τον χώρο ακρόασης μου.

Τα πρίμα των ηχείων, που στη ρύθμιση ουδετερότητας (flat) ακούστηκαν κάπως προωθημένα, μπορούν να μαλακώσουν με την προσαρμογή, αλλά επίσης επηρεάζονται από το προστατευτικό ηχοπερατό. Σε αντίθεση με οποιοδήποτε άλλο ηχείο που έχω δοκιμάσει, τα Stirling ακούγονταν καλύτερα με τα προστατευτικά τους ηχοπερατά πλαίσια τοποθετημένα: η τονική ακρίβεια ήταν ανώτερη, τα πρίμα πιο ανοιχτά και αποκαλυπτικά και τα χαμηλά πιο σωματώδη και καλύτερα ορισμένα.

Ακρόαση

Κατά βάση λειτουργίας των μονάδων Tannoy Dual Concentric, το Sterling πρόκειται τελικά για ένα ηχείο που ανήκει στην σχολή κόρνας (διότι η φόρτιση του tweeter γίνεται από την χοάνη του κώνου του woofer). Είναι γρήγορο, εκφραστικό, συνεκτικό και εντυπωσιακό. Είναι επίσης διαφανές ως προς τον εξοπλισμό και τις πηγές μουσικής, διατηρώντας παράλληλα τον χαρακτηριστικό του ήχο. Όπως αναφέρθηκε, αυτός ο ήχος μπορεί να προσαρμοστεί στις συνθήκες του δωματίου. Τα Stirling ακούγονταν ισορροπημένα και παρουσίαζαν αυξημένη συνοχή και περισσότερο σώμα με τα ηχοπερατά προστατευτικά πλαίσια στη θέση τους και τον έλεγχο ενέργειας στη ρύθμιση ουδετερότητας (flat). Πειραματίστηκα επίσης με τον έλεγχο ενέργειας στη ρύθμιση –1,5, που, σε ισοδύναμη ένταση ακροάσεων, είχε ως αποτέλεσμα βαρύτερα μπάσα, όμως κατά καιρούς ακούγονταν υπερβολικά.

Όταν έπαιξα τη Συμφωνία σε Ρε ελάσσονα του Σαίζαρ Φρανκ, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο υπό τη διεύθυνση του Πιερ Μοντό (LP, RCA LSC-2514), τα Stirling ανταποκρίθηκαν με πυγμή στις κλιμακώσεις της ορχήστρας, χωρίς να καταρρεύσουν. Τα Tannoy ήταν τόσο γρήγορα και εκτεταμένα—με τόσο έντονες δυναμικές αντιθέσεις—που έπρεπε να τρέξω να χαμηλώσω την ένταση στον προενισχυτή μου Sugden, από φόβο μήπως το δωμάτιο ...εκραγεί! Παρόμοιες στιγμές έζησα και στη Συμφωνία Νο.6 του Μάλερ, με τη Συμφωνική Ορχήστρα του Σικάγο υπό τον Σερ Γκέοργκ Σόλτι (LP, London CSA-2227), καθώς και στον Τάνχοϊζερ του Βάγκνερ, με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Βιέννης, επίσης υπό τη διεύθυνση του Σόλτι (LP, London OSA 1438).

Παίζοντας τα Stirling με το Thorens TD 124 και την κεφαλή Ortofon SPU Classic GE Mk.II MC, μέσω ενισχυτών Shindo, βρήκα τον ήχο γεμάτο και ανθηρό μέσα σε ένα τεράστιο ηχητικό πεδίο. Τα καθαρά και εκτεταμένα πρίμα τους ανέδειξαν τον επιφανειακό θόρυβο στο "These Foolish Things" του Jimmy Smith, από το Softly As a Summer Breeze (LP, Blue Note BLP 4200), αλλά αυτό δεν επηρέασε τις βαθιές νότες του οργάνου και τις πυκνές, γεμάτες φυσικότητα και υγρασία νότες της κιθάρας του Kenny Burrell. Είτε χρησιμοποιούσα τρανζιστορικά είτε βασισμένα σε λυχνίες ενισχυτικά και είτε η πηγή μου ήταν βινύλιο είτε ψηφιακή, τα Stirling είχαν έναν ξεχωριστό τρόπο να αποδίδουν την υφή και τη φυσικότητα. Σε συνδυασμό με τον ζωηρό ήχο τους, έκαναν την τζαζ και την κλασική μουσική να αποκτά μέγεθος, από δίσκο σε δίσκο. Αποκάλυψαν όλες τις συναρπαστικές μικρολεπτομέρειες στο άλμπουμ Orange της Caroline Shaw και του Attacca Quartet (LP, Nonesuch 75597921434). Τα έγχορδα αποδόθηκαν με πλούσιο, ρεαλιστικό τόνο, και κάθε τράβηγμα δοξαριού ακούστηκε φυσικό και έντονο. Και πάλι, τα Stirling παρουσίασαν ένα ευρύτατο ηχητικό πεδίο. Μια σκηνή που γέμισε το δωμάτιο, μεγαλειώδη και βαθιά, αν και η εικόνα ήταν ελαφρώς διάχυτη.

Περνάμε στην Βελγίδα τραγουδίστρια Melanie De Biasio. Το άλμπουμ της A Stomach Is Burning (LP, Igloo IGL193LP), αποδόθηκε εξαιρετικά όσον αφορά την τονική ισορροπία, που αναδεικνυόταν από τα πιατίνια και το ταμπούρο με βούρτσες, τα οποία τα Stirling παρουσίαζαν ατμοσφαιρικά, μαζί με εκείνη την ιδιαίτερη αίσθηση μιας ζωντανής παράστασης που μπορούν να δημιουργήσουν τα ηχεία τύπου κόρνας. Τα πρίμα των Stirling επεκτείνονταν τόσο ψηλά που μπορούσα εύκολα να παρατηρήσω αν κανείς παίζει εκτός χρόνου, ακόμα και σε ευαίσθητα όργανα όπως το τρίγωνο. Η καλά ηχογραφημένη ορχηστρική μουσική ακουγόταν απλά φανταστική στα Stirling. Οι Dual Concentric οδηγοί τους ανέδειξαν πλήρως τις επικές δυναμικές και το ατόφιο συναίσθημα σε δίσκους όπως το The Rare Wagner: Overtures and Marches (LP, EMI ASD 2837) και τη Συμφωνία Νο.1 σε Σολ ελάσσονα του Kalinnikov (LP, Melodiya/EMI/His Master's Voice ASD 2720).

Η αντικατάσταση των Shindos με τον προενισχυτή Sugden LA-4 και τον τελικό ενισχυτή Pass Labs XA-25 μείωσε κάπως τον τόνο και το χρώμα, αλλά έφερε κέρδη σε ανάλυση. Οι ηχογραφήσεις απέκτησαν περισσότερη ατμόσφαιρα και ταχύτερη απόσβεση, με τα Tannoy να δείχνουν ανωτερότητα στο να αποκαλύπτουν τις διαφορές στις παραγωγές και στον εξοπλισμό. Στον δίσκο του Wagner, οι εικόνες των μουσικών ήταν καλύτερα τοποθετημένες και πιο ακριβείς, αλλά η παρουσίαση έχασε λίγο από την αρχική της ζωντάνια. Ο δίσκος της De Biasio έδειξε περίπου την ίδια ανταλλαγή: πιο ακριβής απεικόνιση, λιγότερος κορεσμός και αμεσότητα. Η ηχητική σκηνή παρέμεινε μεγάλη και γεμάτη—ένα σταθερό χαρακτηριστικό των Stirling.

Η αλλαγή στη πηγή με το πικάπ Kuzma Stabi R και την κεφαλή της Luxman LMC-5 MC έκανε τη μουσική να αποκτήσει εστίαση, με περισσότερο σώμα, λιγότερη χρωματική παρεκτροπή και τελικά πιο ολοκληρωμένη μεσαία περιοχή. Τα Tannoy ανέδειξαν γρήγορα αυτές τις διαφορές.

Συμπέρασμα

Όπως και με άλλα ηχεία που έχω δοκιμάσει και χρησιμοποιούν μονάδες οδήγησης σε κόρνες, το Tannoy Stirling Prestige Gold Reference είναι γρήγορο, προσφέρει εξαιρετική δυναμική και παρουσιάζει μια πλήρη, πιστευτή και πυκνή σκηνή ήχου. Απαιτεί προσεκτική ρύθμιση, αλλά μόλις αυτό γίνει, ανταμείβει με εξαιρετική διαφάνεια, εξαιρετική ανάλυση υψηλών συχνοτήτων, καλή μεσαία περιοχή και θεμέλια μπάσου, καθώς και εντυπωσιακή υφή των οργάνων. Θα έλεγα μάλιστα ότι το Stirling, το οποίο μόλις είχε την πρώτη του αύξηση τιμής από το 2013, είναι μια ευκαιρία. Λαμβάνοντας υπόψη την ρυθμιζόμενη έξοδο των υψηλών συχνοτήτων για να προσαρμοστεί σε διαφορετικά μεγέθη και συνθήκες δωματίου, είναι ένα ηχείο που αγαπάς εύκολα. Παρά τις αλλαγές στην εταιρεία, η κληρονομιά της Tannoy συνεχίζεται, με την σημαία ψηλά σε ένα κλασικό, διαχρονικό σχέδιο.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά :

Τύπου Bass-reflex, Δαπέδου με δυνατότητα διπλοκαλωδίωσης, μονάδα "Dual Concentric" με ένα tweeter 1" (25mm) aluminum-alloy-dome (Tulip Waveguide και μαγνήτη νεοδυμίοιυ) και ένα 10" (254mm) woofer (κώνος από επεξεργασμένο χαρτί & HE twin-roll πλαίσιο). Συχνότητα Cross: 1.8kHz. Συχνοτικό Εύρος: 39Hz–46kHz, –6dB. Ευαισθησία: 91dB/2.83V/m. Αντίσταση: 8 ohms (5 ohms ελάχιστη). Ρυθμίσεις πρίμων : ±3dB πάνω από το 1.8kHz έως τα 46kHz .
Διαστάσεις: 33.5" (850mm) H × 15.5" (397mm) W × 14.5" (368mm) D. Βάρος: 50.7lb (23kg).
Σειριακά στοιχεία: STIRLING GR-OW 000-DEP00-00010191106 Z191100002DEP. "Designed, engineered, and manufactured in the United Kingdom."